Με τα μάτια στραμμένα στη Λεμεσό του 1870

retro-lemesos-1870Γενική άποψη της Λεμεσού γύρω στο 1870
Γράφει ο Τίτος Κολώτας

Μέσα από τις αναμνήσεις του Ευστάθιου Παρασκευά
Θα επανέλθουμε πάλι στον Ευστάθιο Παρασκευά για να θυμηθούμε μαζί του μέσα από τις «παλαιές» του «αναμνήσεις» για πράγματα και θαύματα άλλων εποχών για τη Λεμεσό.
Μέρος Α’
Λεπτομερείς περιγραφές μας άφησε ο παλιός αυτός λεμεσιανός μέσα από σειρά άρθρων που δημοσίευε με το ψευδώνυμο «Παλαίμαχος», στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού στη δεκαετία του 1930, με τον γενικό τίτλο «Παλαιαί αναμνήσεις». Αποτελούσαν αναμνήσεις του από το 1869 που δέκα σχεδόν χρονών παιδάκι ήρθε από το Πισσούρι στη Λεμεσό για να φοιτήσει στο τότε «Αλληλοδιδακτικό Γυμνάσιο». Τις αναμνήσεις αυτές ο γράφων τις μάζεψε και μαζί και με κάποια σχετικά άρθρα τού επίσης παλιού λεμεσιανού σημαντικού διανοούμενου λαογράφου Ξενοφώντος Φαρμακίδη, τις έκανε βιβλίο με δική του επιμέλεια και εκτενή εισαγωγή με τίτλο «Ευστάθιου Παρασκευά – Παλαιμάχου, Παλαιαί αναμνήσεις.

Η Λεμεσός κατά τον 19ον αιώνα». Να επισημάνουμε μόνο ότι όταν λέει «σήμερον» εννοεί το 1935 που το έγραψε. Λέει λοιπόν ο Παλαίμαχος:

«Θέλω να φαντασθώ ένα παιδί Λεμεσιανό που έφυγεν από την Λεμεσόν και επήγεν στα ξένα. Και θέλω να φαντασθώ το ίδιο παιδί να επιστρέφει εις την Λεμεσό αφού επί 65 χρόνια δεν την ξαναείδε, τώρα βέβαια γέρος ασπρομάλλης και ρυτιδωμένος. Με ποίαν έκπληξιν θα στέκει να θαυμάζη πόσον επροόδευσεν η πόλις του, πόσον εμεγάλωσε, πόσον επολιτίσθηκε. Θα τρίβη τα μάτια του όταν θα βλέπη την σημερινήν Λεμεσόν και θα κάμνη συγκρίσεις με την Λεμεσόν του 1870. Θα γυρεύη τα χωράφια που έπαιζε με τα άλλα παιδιά χωρίς να έχουν τελειωμό. Θα γυρεύει το σπίτι του τάδε και του τάδε που ήτο γειτονικό του και στον τόπο τους θα βλέπει ωραία νέα σπίτια μοντέρνα που εκτίσθησαν. Ας αφήσωμεν που θα γυρεύει και τα σπίτια που ήταν κτισμένα εις την θάλασσαν, αυτά θα καταλάβη πως τα ρίξαν δια να γείνη η ωραία μας προκυμαία. Πολλά τέλος πάντων θα γυρεύει να δη αλλά μάταια, πέρασαν, χάθηκαν, τάφαγε η πρόοδος, ο πολιτισμός, το φιλοπρόοδο των κατοίκων της.

Γιατί η Λεμεσός του 1870 ήτο μία μικρά πόλις με 4500 κατοίκους που εκάθηντο εις μικρά σπίτια τα περισσότερα από πλιθάρια και εκυκλοφορούσαν το περισσότερο μέσα σε μονοπάτια των χωραφιών που ήταν ατελείωτα. Γιατί δεν υπήρχαν ούτε άμαξόδρομοι ούτε χαληνόδρομοι (έτσι ελέγαμε τότε τους μικρούς δρόμους των πόλεων). Ούτε άμαξες υπήρχαν, ούτε αποβάθρα, ούτε προστατευτικά προχώματα, ούτε Νοσοκομείον, Γυμναστήριον, Πτωχοκομείον, Δημόσιος Κήπος κτλ. Δεν είχαμε επίσης ούτε νερόν τρεχάτον, ούτε φώτα εις τους δρόμους, ούτε ηλεκτρικά, ούτε Δημοτικήν Αγοράν, Σφαγείον, Καπνεργοστάσιον, Τηλεγραφείον, Ταχυδρομείον και θέατρα. Δεν είχαμεν ακόμη κτηματικούς φόρους, ούτε τίτλους μας έδιναν δια τα σπίτια μας (μούλκ). Η κοινωνική κίνησις μικρά και μονότονη.

Τα άνω που γράφω δεν υπήρχαν εις την πόλιν μας. Μα τότε τι υπήρχε και πώς
εζούσεν ο κόσμος και πώς επερνούσεν. Από μνήμη θυμάμαι μερικά και ας μου επιτρέψουν οι αναγνώσται της «Αληθείας» και οι 15 χιλιάδες και πλέον σημερινοί κάτοικοι Λεμεσού να τους τα περιγράψω. Θα μάθουν έστω και σε λίγα λόγια μίαν σύντομην παλαιάν ιστορίαν της πόλεως των, θα μάθουν μερικά από την ζωήν και κίνησιν (θα ήθελα να ειπώ ακινησίαν) των πατέρων των και θα εύρισκα δίκαιο στον φανταστικό ξενητευμένο Λεμεσιανό που ανέφερα πάρα πάνω.

Αρχίζω από το νερό. Η πόλις υδρεύετο από τους λάκκους. Εις την ένορίαν Καθολικής καθένας είχε νερό στο σπίτι του, διότι εις την περιφέρειαν εκείνην το νερό ήτο «γλυκύ» και η ενορία Αγ. Νάπας επρομηθεύετο το νερόν της από νεροφόρους μερικοί όμως είχαν τους μαύρους - σκλάβους των (πολλαί οικογένειαι είχαν μαύρους που τους αγόραζαν από καπετάνιους που τους έφερναν από την Αφρικήν) - και τα ζώα των και έφερναν νερόν από το χωρίον Πύργον. Οι Λάκκοι που εθεωρείτο το νερόν τους καλόν εις την πόλιν ήσαν: ο λάκκος του Συντελλή ο οποίος ήτο πλησίον της παλαιάς γέφυρας του Αγ. Αντωνίου, οι λάκκοι της Τζαμούδας, του Λοϊζή του Κακκιντίρη εις την οδόν Ανεμόμυλου, τώρα οδός Βικτωρίας και του Πιτσιακκούρα εις την σημερινήν οδόν Ελευθερίας.

Είπα παραπάνω ότι δεν υπήρχαν φώτα την νύκτα εις την πόλιν. Η πόλις έπλεε εις βαθύ σκότος και δια να βγή κανείς την νύκτα έξω έπρεπε να βαστά φανάρι. Εάν δεν εβαστούσε φανάρι τον συνελάμβανεν το «Κόλι» και τον εκρατούσε εις τον αστυνομικό σταθμόν έως το πρωί το «Κόλι» αυτό ήτο 6-8 «Ττοπσήδες» (στρατιώτες) που επεριπολούσαν την νύκτα. Τακτικά μόλις έδυε ο ήλιος κάθε ημέραν ένας «Τοπσής» ανέβαινε εις το υψηλότερον μέρος του φρουρίου και εφώναζε τρεις φοράς: «Ε! Ε! Ε!», εσήμαινε ότι μετά την στιγμήν εκείνην δεν μπορούσε να βγή άνθρωπος χωρίς φανάρι. Κάποτε ελαμβάνετο απόφασις να απαγορευθή γενικώς η έξοδος από τα σπίτια• τότε εδίδετο διαταγή και ένας «τελλάλης» εφώναζε: «Φενέρ Φενερτζής πυρ οι τζίκμασι τισιαρί που άξάμ, τα γιασάκτιρ» ήτοι «με φανάρι ή χωρίς φανάρι απόψε να μη βγή κανείς είνε απαγορευμένο». Αλλοίμονον σε κείνον που θα παρήκουε, τον συνελάμβαναν και τον έσπαζαν στο ξύλο.

Τα φαγώσιμα ο κόσμος αγόραζε εις τα μαγαζιά, γιατί δεν υπήρχε δημοτική αγορά, χορταρικά, φρούτα και τα τοιαύτα, επωλούντο είτε εις τους δρόμους είτε εις τα μαγαζιά. Το κρέας το επρομηθεύοντο από ώρισμένα μέρη της πόλεως όπου εσφάζοντο τα ζώα (δεν υπήρχαν σφαγεία) και επωλούντο εις κομμάτια επί τόπου: υπήρχαν τα λεγόμενα «μπογάζια» (σταθμοί) όπου συνηθίζετο η σφαγή και η πώλησις των ζώων το ένα ήτο πλησίον του καφενείου του Κοντονικόλα, το άλλο αντίκρυ της αποθήκης κρασιών του μακαρίτη Ακάμα και το τρίτον εις το παρά την θάλασσαν άκρον της σημερινής οδού Μακεδονίας οπού το μη υπάρχον πλέον σπίτι Θ. Μαύρου.


http://www.foni-lemesos.com/

Σχόλια