1912: Οι πρώτες σοβαρές διακοινοτικές ταραχές ανήμερα του Κατακλυσμού

retro-protes-diakoinotikes-allages-1912
Γράφει ο Τίτος Κολώτας

Μετά την τουρκοκρατία στην Κύπρο
Στις 14 Μαΐου του 1912 ανήμερα του Κατακλυσμού σημειώθηκαν στη Λεμεσό οι πρώτες μετά την τουρκοκρατία σοβαρές διακοινοτικές ταραχές ανάμεσα σε τούρκους και έλληνες με πολλούς νεκρούς και τραυματίες και στις δύο πλευρές.
Μέρος Α'
Τα ακριβή αίτια που προκάλεσαν τα γεγονότα παραμένουν ασαφή και σκοτεινά, με έντονες τις υποψίες ότι ο πάντα ύποπτος (γνωστός ως… «διαίρει και βασίλευε») ρόλος των άγγλων στην ιστορία και τη μοίρα αυτού του νησιού δεν ήταν ούτε και σ αυτά τα γεγονότα ασήμαντος. Παρά δε το γεγονός ότι οι άγγλοι αφέντες του νησιού την εποχή εκείνη διόρισαν ανακριτική επιτροπή αποτελούμενη από τον διοικητή Λεμεσού W. Bolton και τους δικαστές Στ. Σταυρινάκη και Σαμή Εφ. Γιορκαντζήπαση, ουδέποτε έγινε γνωστό το πόρισμα της. Ίσως όχι τυχαία…

Ας πάρουμε λοιπόν τα πράματα από την αρχή και ας τα δούμε μέσα από το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Αλήθεια» της Λεμεσού ημερομηνίας 18 (31 με το νέο ημερολόγιο) Μαΐου 1912 :
«Το ήσυχο πανηγύρι του Κατακλυσμού κατέληξε φε! το απόγευμα της Δευτέρας εις αιματηράν τραγωδίαν, ήτις παρ’ ολίγον να είχε τρομακτικά καθαυτό αποτελέσματα, μεταβαλλόμενων των συμπλοκών εις μίαν αγρίαν φυλετικήν σύρραξιν εξοντώσεως των δύο συνοίκων φυλών.
Το αίμα έβαψεν άφθονον το ειρηνικόν έδαφος, οπού διεξήγετο η φαιδρότερα των Πανηγύρεων, και πωληταί και αγορασταί, ανήκοντες εις τας δύο εθνότητας και ζώντες
μέχρι της στιγμής εκείνης εν σχετική αρμονία, μετεβλήθησαν εντός ολίγων λεπτών εις αγρίους αντιπάλους, ζητούντας να σφάξουν αλλήλους. Τα φυλετικά ένστικτα επρόβαλαν αμέσως εν όλη τη αγρία μεγαλοπρεπεία των και η λαϊκή ψυχή ορμητική εις τα αισθήματα της, συνεταράχθη βαθύτατα εξεγερθέντος του θρησκευτικού και φυλετικού μίσους το οποίον εκληρονόμησεν από τόσας γενεάς.

Εις τούτο συνέτεινε πάντως και η κατάστασις των πνευμάτων, τα όποια ευρίσκοντο εν εξάψει εκατέρωθεν συνεπεία των τελευταίων πολιτικών γεγονότων και της υπό των Τούρκων επιθέσεως κατά των μαθητών του εν Λευκωσία Γυμνασίου.

Η πρώτη συμπλοκή συνέβη εις Τζαμούδαν περί την 4ην μ.μ. η αφορμή δ’ εδόθη υπό ομίλου Τούρκων οίτινες τρις διήλθον εφ’ αμάξης δια της Τζιαμούδας, επιδεικτικώς προκαλούντες και πειράζοντες τους ημετέρους. Την τρίτην μάλιστα φοράν, κατά πληροφορίας ακριβείς, οι Τούρκοι κατήλθον της αμάξης και εισήλθον εις το Ελληνικόν καφενείον της Τζαμούδας εξηρεθισμένοι ιδίως εκ της θέας της Ελληνικής σημαίας δι ης εκοσμείτο το καφενείον. Εισελθόντες ήλθον εις λόγους προς τινας εν αύτω εκ των ημετέρων, μετ’ ου πολύ δε ήλθον και εις χείρας και επλήγωσαν δύο εις τον ώμον, ενώ εδέχοντο και αυτοί κτυπήματα καρεκλών και ξύλων από τους αόπλους οίτινες αμέριμνοι εκάθηντο ησύχως εντός του καφενείου.

Μετά το κατόρθωμα τούτο οι Τούρκοι ταραξίαι ετράπησαν εις φυγήν, ενώ οι δικοί μας κατεδίωκον αυτούς και εκάλουν συγχρόνως εις βοήθειαν και άλλους. Η συνοικία έγεινεν, ως είκός, ανάστατος αμέσως και εις τους ήχους του κρουομένου μετ’ ου πολύ κώδωνος προσέτρεξαν εκατοντάδες ανθρώπων, οι οποίοι εξηρεθισμένοι πλέον εζήτουν μεγαλοφώνως να τραπούν προς την Τουρκικήν συνοικίαν. Τούτο πράγματι και εγένετο, μάτην προσπαθούντος του διευθυντού της Αστυνομίας να εμπόδιση το κίνημα. Οι Τζαμουδιώτες εξαγριωμένοι διηυθήνθησαν προς την παρά τον ποταμόν Τουρκικήν συνοικίαν, οπόθεν τέλος δια των συμβουλών τινών εγκρίτων πολιτών επέστρεψαν εν σώματι προς την πόλιν, ήτις ήτο ήδη ανάστατος από εξωγκωμένας ειδήσεις. Η έξαψις ήτο τοιαύτη, ώστε δυστυχώς το κακόν δεν ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να προληφθεί. Οι εκ της Τζαμούδας εισελθόντες εν σώματι εις την πόλιν συνηντήθησαν προς τινάς Οθωμανούς παρά την οδόν Βικτωρίας και η σύρραξις αγρία και γενική πλέον επήλθε μοιραίως. Ο σπινθήρ μετεδόθη εις όλην την πόλιν και ιδίως εις τον δρόμον τον φέροντα προς το Διοικητήριον, όπου ήτο το μέγα πλήθος των πανηγυριστών. Τι ηπηκολούθησεν δεν είνε βεβαίως εύκολον να περιγραφή. Αλλ’ η φήμη περί συγκρούσεως εις την Τζαμούδαν μετέδωκε κατ’ αρχάς τον πανικόν εις τον γυναικείον και παιδικόν κόσμον, όστις ηρξατο φεύγων με θόρυβον και φωνάς και τρεχάματα. Έπειτα η συμπλοκή εγενίκευθη ταχύτατα και το πανηγύρι μετετράπη εις λυσσαλέον πόλεμον, εις τον οποίον κάθε Έλλην εκτύπα αδιακρίτως κάθε Τούρκονκαι ο Τούρκος κάθε ΄Ελληνα. Κάμαι εξήστραψαν, ρόπαλα ανυψούντο και κατέπιπτον και όλα εκεί κάτω, τραπέζια, καρέκλαι, έπιπλα μετεβλήθησαν εις τόσα όργανα φονικά.

Την στιγμήν εκείνην πάντες οι άνδρες της Αστυνομίας εξήλθαν ένοπλοι του Καταστήματος της Αστυνομίας με την λόγχην εφ όπλου τούτο δ’επέτεινεν την ταραχήν και την σύγχισιν και εγένετο αφορμή να συμβούν τα περισσότερα δυστυχήματα, διότι οι διευθύνοντες την αστυνομικήν δύναμιν χωρίς λόγον ισχυρόν και χωρίς να αναμετρήσουν τας συνεπείας, έδωκαν διαταγήν εις τους ζαπτιέδες εξ ών οι πλείστοι σημειωτέον ότι ήσαν Τούρκοι, να μεταχειρισθούν τάς λόγχας των και να πυροβολήσουν μάλιστα κατά του πλήθους. Λέγουν δ’ άνευ λόγου καθαυτό, διότι την στιγμήν εκείνην εις την πλατείαν του Διοικητηρίου και τα πέριξ δεν υπήρχον παρά μόνον Έλληνες, διότι οι ολίγοι Τούρκοι είχον απωθηθή εντός των καφενείων των, ενώ άλλοι είχον καταφύγει εντός αυτής της Αστυνομίας.

Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος να διαταχθή πυρ κατά του κόσμου ο οποίος επί τέλους ούτε ένοπλος ήτο, άλλ’ ούτε κατά της εξουσίας εστρέφετο. Δεν ευρίσκομεν δια τούτο λόγους να εκφράσομεν την αγανάκτησιν και την αποδοκιμασίαν ημών κατά του απάνθρωπου μέτρου και απορούμεν πώς εδόθη τοιαύτη εξουσία εις κατώτερα φανατικά όργανα, τα οποία επυροβόλουν από των παραθύρων της Αστυνομίας κατ’ αυτής της μάζης του κόσμου και χωρίς να αποβλέπωσιν εις συμπλεκομένους ή μη άλλ’ αδιακρίτως κατά παντός όστις έτυχε να ευρεθή εις την πανήγυριν του Κατακλυσμού.

Υπό τοιούτους ορούς και με τοιαύτην αντίληψιν της εκπληρώσεως των αστυνομικών καθηκόντων, άπορον δεν είνε πώς είχομεν τόσα θύματα και δη τόσας θανατηφόρους πληγάς. Αι αστυνομικαί σφαίραι εσύριζον προς πάσας τας διευθύνσεις, δυστυχώς δε ουχί πάντοτε εις μόνον τον αέρα. Πολλοί υπήρξαν οι οποίοι επληγώθησαν από σφαίρας πάντες αυτοί Έλληνες κατά παράδοξον αληθινά σύμπτωσιν — δύο δε και εβλήθησαν κατάστηθα και κατέπεσαν δια να μην εγερθώσιν αλοίμονον ποτέ, το εκ Πάχνας παλικκάριν και ο ατυχής μαθητής του Γυμνασίου Θουκιδίδης Λαμπής ο οποίος εδέχθη την δολοφόνον σφαίραν ριφθείσαν από του παραθύρου της Αστυνομίας ενώ είχεν καταφύγει δια να σωθή εις γειτονικόν εκεί φούρνον.


http://www.foni-lemesos.com/

Σχόλια