Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΡΙΚ/ΕΦΕΔΡΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Την προκαθορισμένη ώρα, αμέσως μετά το εγερτήριο σάλπισμα, ήμασταν όλοι οι αξιωματικοί στη  Μονάδα. Με σύντονες ενέργειες και  χωρίς καθυστερήσεις, δεδομένου  ότι είχαμε σχεδιάσει όλες τις λεπτομέρειες, μέσα σε λίγα λεπτά τακτοποιήσαμε τα τμήματα, τα όπλα, τα οχήματα, τα πάντα. Περί την 07:00 ώρα, διανείμαμε πυρομαχικά. Ήταν πλέον πρόδηλο πως το εγχείρημα είχε δρομολογηθεί.
Περί  την 07:30 ώρα, προσήλθε στο στρατόπεδο της Μοίρας ο Διοικητής Καταδρομών. Σε συγκέντρωση ολόκληρης της Μονάδος εξέδωσε την τελική διαταγή επιχειρήσεων. Επανέλαβε αυτά, περίπου τα οποία μας είπε στην κατ’ ιδίαν συγκέντρωση της 12ης Ιουλίου (προειδοποιητική διαταγή). Καθόρισε να μην πυροβολήσουμε πρώτοι, εάν δεν βληθούμε από τον αντίπαλο. Τέλος, κάλυψε πλήρως τους υφισταμένους του, μας απηύθυνε λόγους πατριωτικούς και εμψυχωτικούς και απήλθε.
Ως ώρα  ‘‘Κ’’, δηλαδή ώρα κρούσεως, ορίστηκε η 08:30 ώρα. Επομένως, έπρεπε ν’ αναχωρήσουμε την 08:15 ώρα, δεδομένου ότι η κίνησή μας μέχρι τους στόχους μας απαιτούσε χρόνο 15 λεπτών. Ο κύβος είχε ριφθεί. Η κακή κόρη της Νύχτας και μητέρα όλων των δεινών, η Έρις, είχε βάλει το χέρι της. Κάποιος διάβολος έπαιρνε παράσημο, γιατί κατόρθωσε να μας βάλει να σφαχτούμε μεταξύ μας. Η δική μας οδύσσεια μόλις άρχιζε.
Η Λευκωσία είχε ήδη ξεκινήσει την ημέρα  της και την εβδομάδα της. Όσοι είχαν νυχτερινές βάρδιες είχαν  ησυχάσει. Οι άσχετοι κι ανυποψίαστοι ποιος ξέρει τι είχαν στο μυαλό  τους. Ενώ εμείς, επιβιβασμένοι στα  οχήματα, όπως ήταν αραδιασμένα κατά επιχειρησιακά φαλαγγίδια, αδημονούσαμε και με περισσή ‘‘ακαθισία’’, συχνοκοιτάζαμε τα ωρολόγια μας, ώστε να είμαστε ακριβείς και συνεπείς στο ‘‘ραντεβού’’.
Οι ‘‘άκαπνοι’’  αξιωματικοί και καταδρομείς  το είχαν πάρει το πράγμα ‘‘από τις αλαφρές’’. Νόμιζαν ότι επιχειρούμε στρατιωτικό περίπατο. Δεν είχαν συναίσθηση τι νίλα μας περίμενε. Πολλοί καταδρομείς, ‘‘μπολιασμένοι’’ με ισχυρή δόση φανατισμού, για λόγους ιδεολογικούς ή προσωπικούς, ενθουσιώδεις και ανυπόμονοι, νόμιζαν ότι ήρθε η ώρα για δικαίωση, όπως την εννοούσε ο καθένας μας. Στις μεγαλύτερες ηλικίες και στους κατά τεκμήριο συνετούς, επικρατούσε κάποια σοβαρότερη και αξιοπρεπέστερη στάση. Όμως, ο χρόνος στένευε και δεν άφηνε περιθώρια για πολλές σκέψεις.
Ώρα 08:15. Το πρώτο όχημα έβγαινε από την πύλη. Και ο Θεός βοηθός. Στο δικό μου φαλαγγίδιο προηγούνταν διοικητικό Land Rover με τον Υποδιοικητή και τρεις καταδρομείς. Ακολουθούσαν δυο καμιόνια Bedford. Εγώ ήμουν συνοδηγός στο πρώτο καμιόνι.
Ο ανυποψίαστος κόσμος νόμιζε, προφανώς, ότι πάμε για κάποια εκπαίδευση. Εμείς, με τα όπλα γεμισμένα και με το δάχτυλο στη σκανδάλη, μην τυχόν και πέσουμε σε καμιά χωσιά, προσπαθούσαμε να φανταστούμε τι θ’ αντιμετωπίσουμε. Ποιες θα είναι οι αντιδράσεις του αντιπάλου και επομένως και ποιες θα είναι οι δικές μας ενέργειες:
  • Θα παραδοθούν οι αστυνομικοί αθρόως και αμαχητί, οπότε θα έχουμε ως μοναδικό και  εύκολο έργο να τους συλλάβουμε, να τους αφοπλίσουμε και να τους περιορίσουμε; Μακάρι.
  • Θα αντιδράσουν και θα αντισταθούν οι αστυνομικοί και σε ποιόν βαθμό; Εν τοιαύτη περιπτώσει θα έχουμε ανταλλαγή πυρών. Θα έχουμε πόλεμο. Μαύρο φίδι που μας έφαγε. Θα πρέπει να σκοτώσουμε και θα σκοτωθούμε κι εμείς. Όσο και αν αυτό είναι σκληρό και ασχέτως προς τις προσωπικές μας απόψεις και πεποιθήσεις, θα πρέπει να τραβήξουμε τη σκανδάλη, με το όπλο στραμμένο εναντίον ομογενών, ομοδόξων, ομογλώσσων και ομοτρόπων ανθρώπων. Εναντίον ομοεθνών, εναντίον δικών μας ανθρώπων. Μακάρι να μην γίνει έτσι.
  • Πως θα δεχθούν οι πολίτες της Κύπρου το εγχείρημα; Θα αισθανθούν ανακούφιση ή θα μας καταραστούν;
  • Οι μεγάλες δυνάμεις πως θα χαρακτηρίσουν την ενέργεια και πως θα δεχθούν το αποτέλεσμα που θα προκύψει;
  • Πως θα αντιδράσει η Τουρκία; Τι θα κάμουν οι Τουρκοκύπριοι;
Τέτοιες και άλλες σκόρπιες σκέψεις έκανε  ο καθένας μας κατά τη διαδρομή, προετοιμασμένος για το χειρότερο, ελπίζοντας όμως πάντοτε στο καλύτερο και κυρίως ελπίζοντας ότι οι σχεδιαστές του εγχειρήματος έκαμαν καλή προεργασία.
Όμως  τα ψέματα τελείωναν. Έφτανε η στιγμή για να λυθούν όλες μας οι απορίες. Ώρα 08:30. Η φάλαγγα κοντοζύγωνε στην πύλη του ΡΙΚ/ΓΕΕΦ. Ήταν η κρίσιμη στιγμή. Η συμπεριφορά του σκοπού θα υπαγόρευε και τη δική μας περαιτέρω αντίδραση.
Ο σκοπός της πύλης, νεαρός αστυνομικός του  Εφεδρικού Σώματος, όρθιος και προφυλαγμένος  μέσα σε τοίχο γαιοσάκων, αμήχανος, έκαμε κάποια γρήγορη κίνηση, δείχνοντας ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει το όπλο του. Την ίδια στιγμή, δέχθηκε ριπή αυτομάτου όπλου από το Land Roverκαι σωριάστηκε καταγής σφαδάζοντας σύγκορμα. Τα αυτοκίνητα εισήλθαν μέσα από την πύλη και στάθμευσαν στο αριστερό του δρόμου. Το προσωπικό αποβιβάστηκε. Η πύλη είχε καταληφθεί.
Ο Υποδιοικητής έδινε οδηγίες για τη συνέχιση της αποστολής. Δηλαδή, προχώρηση  προς τις εγκαταστάσεις του Εφεδρικού  Σώματος. Δεν πέρασε όμως ούτε ένα  πεντάλεπτο της ώρας και αρχίσαμε να δεχόμαστε σποραδικά δραστικά πυρά από απροσδιόριστες κατευθύνσεις. Ο Υποδιοικητής με διέταξε να κινηθώ με το τμήμα μου αριστερά, προς τα οικήματα των αστυνομικών, δηλαδή, εκείνα που θα εκκαθάριζαν οι αξιωματικοί του ΓΕΕΦ. Εκείνος, επικεφαλής των υπολοίπων, θα κινούνταν επί της κυρίας οδού ώστε, με τη μέθοδο ‘‘πυρ και κίνηση’’ να προχωρήσουμε προς τις εγκαταστάσεις του Εφεδρικού Σώματος συγκλίνοντας με τον κύριο όγκο της Μοίρας.
Δεν πρόλαβα  να κινηθώ περισσότερο από 30 – 40 μέτρα, όταν άκουσα εκεί στη σκοπιά να ωρύονται και να με φωνάζουν εναγωνίως να γυρίσω. Έτρεξα πίσω, για να αντικρίσω μια συγκλονιστική εικόνα. Δυσκολευόμουν να παραδεχθώ και να συνειδητοποιήσω την πραγματικότητα, όπως την έβλεπαν τα μάτια μου. Ο Υποδιοικητής της Μοίρας Ταγματάρχης Χαράλαμπος Χωλίδης κείτονταν ύπτιος και ασάλευτος καταμεσής του ασφαλτόδρομου. Είχε κτυπηθεί θανάσιμα στο μέρος της καρδιάς. Το πρόσωπό του ωχρίασε. Με δυσκολία ψέλλισε τις τελευταίες του λέξεις: ‘‘Χτυπάτε με πολυβό…’’ κι έσβησε. Ο Χωλίδης ήταν σπάνιος αξιωματικός. Υψηλόφρων, ενθουσιώδης, ρομαντικός και φλογερός πατριώτης. Ευσταλής, πελώριος, γεροδεμένος, έμοιαζε με τον Αίαντα τον Τελαμώνιο. Του έκλεισα τα μάτια, σταυροκοπήθηκα και ανέλαβα αμέσως τη διοίκηση του τμήματος.
Κατά  τα πρώτα λεπτά του εγχειρήματος έπεσε και ο Υποδεκανέας Θωμάς Κάρκας. Τον βολέψαμε σε σκιερό μέρος μέσα στο χαντάκι δίπλα στο δρόμο. Τον προμηθεύσαμε με νερό και τον εμψυχώσαμε. Ήταν σε καλή κατάσταση. Θα ζούσε. Όμως, εκεί που έβλεπε τη ζωή να του χαμογελάει, κάποια στιγμή δέχθηκε ακόμα ένα πυροβολισμό. Προφανώς αναίτια. Ξεψύχησε από αιμορραγία.
Τα πυρά εναντίον μας πύκνωναν, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να προσδιορίσουμε από πού βαλλόμαστε. Στην άλλη πλευρά του στρατοπέδου του ΡΙΚ/ΓΕΕΦ, η Μοίρα με το Διοικητή και τρεις Λόχους, δηλαδή δυο δικούς μας (11 ΛΚ και 12 ΛΚ) και έναν της 33 ΜΚ, πιάστηκε για τα καλά με το Τάγμα του Εφεδρικού Σώματος. Πέρα στο Προεδρικό Μέγαρο διεξάγονταν φονικές μάχες. Το άλλο τμήμα του ΛΥΔΜ, με επικεφαλής τον Κύπριο Ανθυπολοχαγό, κατέλαβε αμαχητί τη δευτερεύουσα πύλη του ΓΕΕΦ, την οποία και εξασφάλισε.
Τα πυρά που δεχόμασταν ήταν σκοπευμένα και  από μικρές αποστάσεις, ενώ εμείς  αδυνατούσαμε να εντοπίσουμε τους ελεύθερους σκοπευτές. Μέσα σε λίγα λεπτά της  ώρας, όχι περισσότερα από 15 – 20, είχαμε υποστεί πραγματική πανωλεθρία. Πέραν του Ταγματάρχη Χωλίδη, είχαμε ακόμη έναν νεκρό στρατιώτη του Πυροβολικού, ο οποίος ήταν οδηγός στο όχημα του διδύμου αντιαεροπορικού πολυβόλου και τραυματίες ένας ΔΕΑ και οκτώ καταδρομείς. Όλοι τους χειριστές ασυρμάτων και ομαδικών όπλων. Ήδη, είχαν τεθεί εκτός μάχης το 50% της δύναμης και ακόμη δεν μπορούσαμε ν’ αντιδράσουμε. Ήταν προφανές πως αντιμετωπίζαμε ενσυνείδητους αντιπάλους και ανελέητους επαγγελματίες.
Τόσοι τραυματίες σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο να βογγολογούν, να αιμορραγούν και να ζητούν κάποια πρόσθετη βοήθεια η οποία, ωστόσο, δεν ήταν δυνατό να τους παρασχεθεί. Τα εχθρικά πυρά να εξακολουθούν το ίδιο αποτελεσματικά, χωρίς καμιά ακόμη δική μας δυνατότητα για αντίδραση. Κάτω από αυτή την εφιαλτική ως απελπιστική κατάσταση αποφάσισα την κατάληψη της πύλης και απαγόρευση τυχόν κίνησης του Εφεδρικού Σώματος προς την πύλη. Τοποθέτησα τους καταδρομείς σε δυο ασφαλή σημεία, μέσα στη σκοπιά με τους γαιόσακους και κάτω από τα οχήματα. Έταξα τα ομαδικά όπλα, ανέθεσα τομείς ευθύνης ολόγυρα, σε όσους καταδρομείς ήταν ακόμη αξιόμαχοι και αγωνιζόμουν να ελέγξω και να συγκρατήσω την κατάσταση.
Κάποια  στιγμή πήρε τυχαία το μάτι μου να ξεπροβάλλει  από την κεραμοσκεπή παρακείμενης διώροφης κατοικίας τυφέκιο ελεύθερου σκοπευτή. Επιτέλους καταλάβαμε από πού μας κτύπαγαν. Ήταν ελεύθεροι σκοπευτές από τα σπίτια των αστυνομικών. Ήταν εκείνοι που μας προκάλεσαν αυτή τη ζημιά. Ήταν δηλαδή εκείνοι, τους οποίους θα εξουδετέρωνε το ΓΕΕΦ και κατά τα φαινόμενα δεν εξουδετέρωσε κανένας. Έδωσα αμέσως το σύνθημα. Όλα τα όπλα έβαλαν καταιγισμό πυρών κατά των σπιτιών. Δεν ξαναδεχθήκαμε σκοπευμένα πυρά. Ανασάναμε.
Στον  περίγυρο της πύλης γινόταν πανδαιμόνιο. Ο τόπος γύρω μας ήταν κατάσπαρτος  με καυτούς κάλυκες, όπως πετάγονταν από τις θαλάμες των όπλων, ενώ η περίεργη εκείνη οσμή της καιόμενης πυρίτιδας γέμιζε ολούθε τον αέρα.
Περί  την 10:30 ώρα, μετά από σφοδρό αγώνα  και εκατέρωθεν απώλειες η Μοίρα  κατέλαβε το συγκρότημα του ΡΙΚ και  το Τάγμα του Εφεδρικού Σώματος. Ο Διοικητής, οι αξιωματικοί και οι άνδρες του Τάγματος παραδίδονταν ομαδικώς. Από την ώρα εκείνη αραίωσαν τα πυρά, οπότε κατόρθωσα να μεριμνήσω για τη διακομιδή των νεκρών και των τραυματιών στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Πρώτα έδιωξα τους τραυματίες. Εν συνεχεία, με πόνο ψυχής χαιρετήσαμε στρατιωτικά και αποχωριστήκαμε τους αειμακάριστους νεκρούς μας, οι οποίοι άφησαν την τελευταία πνοή τους εκεί στην πύλη του ΡΙΚ/ΓΕΕΦ.
Ο 13 Λόχος  Κρούσεως της 31 Μοίρας Καταδρομών αποτέλεσε την προπομπό για κατάληψη του Προεδρικού Μεγάρου.      


(Απόσπασμα  από το βιβλίο του Αντιστράτηγου  ε.α. Ελευθέριου Σταμάτη ‘‘Κύριοι  Πάτε Για Ύπνο’’)

Σχόλια