Για τη διδασκαλία της κυπριακής διαλέκτου

 Μαρία Χατζηνικόλα  φιλόλογος.

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις και τις συναφείς συζητήσεις για την προσπάθεια εισαγωγής της κυπριακής διαλέκτου ως όργανο εγγραμματισμού στη Μέση Εκπαίδευση, θεωρώ ότι γύρω από το θέμα χρήζουν ορισμένες εύλογες παρατηρήσεις: άποψή μου είναι ότι γίνεται πολύ μεγάλος «ντόρος» και δίνεται τεράστια έκταση, κάτι το οποίο έπρεπε να συμβαίνει εάν επρόκειτο για δύο διαφορετικές και αντίπαλες γλώσσες. Στην πραγματικότητα η «πολεμική» ή πιο ήπια, η φοβία απέναντι στην κυπριακή διάλεκτο αποτελεί σχήμα οξύμωρο, εφόσον αυτή συνιστά ένα από τα πιο ισχυρά, αν όχι το πιο ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο συγγένειας της Κύπρου με τον ελληνισμό ή καλύτερα της ίδιας της ελληνικής της ταυτότητας.
Ιστορικά αν δούμε το θέμα, η αρκαδοκυπριακή διάλεκτος, δωρική διάλεκτος που ομιλείτο στην Αρκαδία της Πελοποννήσου εισήχθη στο νησί μας γύρω στο 1400 π.Χ. από τους Αχαιούς αποίκους στην προσπάθεια εξελληνισμού του νησιού. Ο Ν. Ανδριώτης και πλήθος άλλοι ειδικοί γλωσσολόγοι υποστηρίζουν την επιστημονική θέση «Η σημερινή κοινή νεοελληνική γλώσσα… έχει διαμορφωθεί με βάση τα νότια ιδιώματα, και ιδιαίτερα της Πελοποννήσου». Όχι μόνο τεκμαίρεται εδώ η συγγένεια της κυπριακής διαλέκτου με την ελληνική γλώσσα, αλλά είναι ευρέως γνωστό ότι η κυπριακή διάλεκτος δεν είναι παρά η ίδια η ελληνική γλώσσα, με την πληθώρα των αρχαιοελληνικών λέξεων που υπάρχουν στο λεξιλόγιο, και δη από τον Όμηρο.
Αυτό που αποκαλούμε σήμερα νεοελληνική γλώσσα δεν είναι μόνο η νεοελληνική κοινή (με τις παραλλαγές της), αλλά και οι νεοελληνικές διάλεκτοι. Αν και, η χρήση της νεοελληνικής γλώσσας, ενδείκνυται τόσο στο χώρο εργασίας όσο και στο γραπτό καθημερινό λόγο, η παράλληλη και υποβοηθητική χρήση της κυπριακής διαλέκτου ως εργαλείο στη διαδικασία της μάθησης θα μπορούσε πρέπει να ενθαρρύνεται ανεπιφύλακτα. Σε ορισμένα μάλιστα μαθήματα όπως τα Αρχαία Ελληνικά μπορεί να λειτουργήσει ως αφόρμηση για τη διδασκαλία δύσκολων γραμματικών φαινομένων. Αν π.χ. στη διδασκαλία των ρημάτων εις -μι ξεκινήσω με τους τύπους των ρημάτων που συναντώνται στην κυπριακή διάλεκτο, με το «έδωκα» λ.χ. θα δημιουργήσω κλίμα οικειότητας και αποφόρτιση από το άγχος ενός αγνώστου τύπου. Το ότι στην κυπριακή διάλεκτο εμπεριέχονται λέξεις από άλλες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Τουρκικά, Αραβικά, Περσικά) δε συνιστά στοιχείο αλλοτρίωσης, αλλά είναι ενδεικτικό του πλούτου, της μακραίωνης ιστορίας και των Αγώνων της, το ότι μπολιάστηκε με τα στοιχεία αυτά, αλλά δεν αλλοίωσε τον βασικό χαρακτήρα και το ελληνικό της υπόστρωμα, συνιστά δείγμα αντίστασης, ανθεκτικότητας και δυναμισμού της.

Δεν είμαι υποστηρικτής της άποψης ότι «η μόνη διαφορά μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου είναι διοικητική και ότι μια γλώσσα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια διάλεκτο που έχει επιλεχθεί για τη διοίκηση μιας χώρας» (Max Weinreich), αλλά πιστεύω ότι η διάλεκτος ως τοπολαλιά, αποκρυσταλλώνει μοναδικά την ανθρωπογεωγραφία του τόπου, την πολυχρωμία, τις ιδιαιτερότητές και την παράδοσή του. Σε Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας που έγινε στη Ρόδο (Οκτώβρης 2013) ψηφίστηκε ομόφωνα ως δείγμα κατάφωρων παρανοήσεων και ιδεολογικών αγκυλώσεων «η δήθεν αναγωγή της κυπριακής διαλέκτου σε «επίσημη γλώσσα», ατεκμηρίωτη παρερμηνεία της αξιοποίησής της στη γλωσσική διδασκαλία στα σχολεία της Κύπρου στο πλαίσιο του Αναλυτικού Προγράμματος για τη ΝΕ Γλώσσα».
Προσωπικά, πιστεύω, ότι η καλλιέργεια στην ελληνική γλώσσα έχει πάρα πολύ δρόμο να διανύσει και πρέπει όλοι, γονείς, εκπαιδευτικοί, πολιτεία να εγκύψουν στη γλωσσική αγωγή. Προτείνεται επιτακτικά η αύξηση των ωρών διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών στην Α΄ και Β΄ Λυκείου και των Αρχαίων Ελληνικών στη Γ΄ Λυκείου, αντίστοιχα από 4 σε 5 ώρες, εβδομαδιαίως.

http://www.philenews.com/

Σχόλια