Πρόσφυγας στην ίδια σου πατρίδα Ο φόβος φέρνει κόλαση και η κόλαση απόγνωση

Ο φόβος φέρνει κόλαση και η κόλαση απόγνωση. Αυτά που έζησαν και αυτά που έμελλε να δούνε εκείνο το καυτό καλοκαίρι του 1974, έχουν καταγραφεί βαθιά στην ψυχή της. Από τότε, πέρασαν 40 χρόνια. Κι όμως, μέσα της υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Την βασανίζει ένα ανείπωτο γιατί. Γιατί δεν έχει γίνει κάτι; Γιατί δεν έχουν μια απάντηση; Πού να βρίσκεται άραγε ο Γιώργος τους; Σκληρό να είσαι πρόσφυγας στην ίδια σου πατρίδα.
Αυτά και άλλα πολλά φέρνει στην σκέψη της η κ. Μαρία Αθανάση Φένερ, συγγραφέα του βιβλίου «Γραμμές Εξόδου - Exit Lines» του εκδοτικού Οίκου Xlibris LLC. Πρόκειται για πτυχές από την ιδιωτική της ζωή, με λεπτομέρειες από το ημερολόγιο που κράτησε τις δύσκολες μέρες που πέρασε η ίδια, η οικογένεια και οι συγχωριανοί της, τους μήνες της εισβολής των Τούρκων στην ιδιαίτερη πατρίδα της Κύπρο.
Η Μαρία, του Αθανάση και της Ελένης, κατάγεται από το Κάρμι, ένα ορεινό χωριό που αριθμούσε τότε 800 ψυχές και βρίσκεται στην κατεχόμενη Κύπρο, λίγο πιο κάτω από τον Άγιο Ιλαρίωνα.
«Τα ξημερώματα της 19ης του Ιούλη, όταν η θάλασσα της Κερύνειας πλημμύρισε από Τούρκικα πολεμικά, ήμουν στο παραθαλάσσιο χωριό Άης Γιώργης, μεταξύ Καραβά και Κερύνειας στο σπίτι της αδελφής μου Ήβης. Τα αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά και βλέπαμε με τρόμο τις χιλιάδες των αλεξιπτωτιστών που πατούσαν πόδι στο νησί μας.
Τότε ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους με κατεύθυνση το βουνό. Στον πανικό μας, επικρατούσε η εντύπωση πως όσο ανεβαίναμε ψηλά, ήμασταν πιο ασφαλείς. Λουσμένες στον ιδρώτα και με χίλιες δυο προφυλάξεις, φτάσαμε στο χωριό μας. Εκεί είχε μαζευτεί κόσμος και από τα γύρω χωριά», διηγείται.
Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟΥΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ
Ο αδελφός της κ. Μαρίας, ο Γιώργος, ήταν παντρεμένος με τη Μαρία και είχαν δυο παιδιά. 8 και 6 ετών. Στην επιστράτευση, ως έφεδρος αξιωματικός, καλέστηκε όπως και όλοι οι νέοι της Κύπρου και τοποθετήθηκε στο Κάστρο της Κερύνειας. «Ήταν η τελευταία φορά που τον είχαμε δει. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Ρωτήσαμε στο Αρχηγείο. Καμιά εξήγηση. Ρωτήσαμε τους φίλους του. Μας είπαν αόριστα ότι είχε εγκαταλείψει πρώτος το πόστο του. Για πού, πώς, πότε; Κανένας δεν μπόρεσε να μας δώσει απάντηση», θα πει.
Μετά από δέκα μέρες που είχε γίνει το κακό και παρά την εκεχειρία που συμφωνήθηκε με τα Ηνωμένα Έθνη, οι Τούρκοι είχαν φτάσει στο Κάρμι. «Αφού
πήραν πρώτα την παπαδιά και την κακοποίησαν, προφανώς για να εκφοβίσουν όλες εμάς, έψαχναν για φαγητό, χρήματα, χρυσαφικά και μικρά αντικείμενα αξίας, για να είναι εύκολα στη μεταφορά», προσθέτει.
Η κ. Μαρία θυμάμαι ότι καλοφέρθηκαν στους εισβολείς. Τους δώσανε κρύο νερό και φαγητό. Ευτυχώς δεν τις πείραξαν.
«Ωστόσο στις 2 Αυγούστου περικύκλωσαν το χωριό. Τα τρόφιμα λιγόστευαν. Άρχισε η πείνα. Ό, τι είχαμε, το μοιραζόμασταν με τους συγχωριανούς μας. Θυμάμαι ότι μάζεψαν τους άνδρες από 15 έως 60 ετών στην αυλή της εκκλησιάς μας που είναι αφιερωμένη στην Παναγιά. Εμείς από το φόβο μας μαζευόμασταν σε ένα σπίτι για συμπαράσταση. Τότε άρχισαν και οι δοκιμασίες…».
Η ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΝΕΚΡΗ
Ένα βράδυ, χωρίς καμιά προειδοποίηση, φόρτωσαν όλα τα γυναικόπαιδα σε φορτηγό. Αφού τις πέρασαν μέσα από την Κερύνεια τις πήγαν στο Κιόνελι. (Τούρκικο χωριό στις παρειές του Πενταδάκτυλου).
«Η Κερύνεια, ήταν νεκρή. Μια παγωμένη βουβαμάρα και μια απαίσια δυσοσμία, έβγαινε από τα στενά σοκάκια της πόλης. Τα καταστήματα μαρτυρούσαν τις άγριες διαθέσεις των εισβολέων. Παντού σπασμένες βιτρίνες με λεηλατημένο εσωτερικό, στοιβαγμένα πτώματα, πεταμένα ρούχα, παρατημένα αυτοκίνητα και κατά μήκος του δρόμου προς το Κιόνελι, ένας λάκκος, μεγάλος και μακρύς για τους νεκρούς…», αναφέρει στο βιβλίο.
Το περίεργο(;) είναι ότι τις διαβεβαίωσαν ότι η μεταφορά γινόταν για να ξεφύγουν από τον κίνδυνο. Δυστυχώς ήταν καψόνι. Προφανώς για να δουν ιδίοις όμμασι τι γίνεται και τι θα τους συνέβαινε, αν πρόβαλλαν αντίσταση. «Με τη βοήθεια στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών, εξαντλημένοι και καταπονημένοι, επιστρέψαμε στο χωριό μας. Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν και τα προβλήματά μας πολλαπλασιάζονταν. Ο πατέρας, λίγο από τον καημό του γιου του, λίγο από τις κακουχίες του πολέμου αρρώστησε βαριά.
Γύρω στις 10 Αυγούστου, χωρίς καμιά ενημέρωση, μας μετάφεραν στη Λευκωσία με λεωφορείο. Συγκεκριμένα στο ΓΣΠ. Έτσι, με τα ρούχα που φορούσαμε. Μάλιστα μας έκαναν σωματική έρευνα για να δουν αν μεταφέραμε κάτι. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μας, το πατρικό μας, το χωριό μας. Πόνος, πίκρα, ξεριζωμός, προσφυγιά. Συναισθήματα που με διακατέχουν μέχρι σήμερα», συμπληρώνει.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Πέρασαν την πρώτη μέρα της προσφυγιάς στο Cosmopolitan. Τρεις φορές την ημέρα στήνονταν στη γραμμή για φαγητό. Μέχρι που τους μετέφεραν στο σχολείο των Αγίων Ομολογητών (προάστιο της Λευκωσίας). Η Μαρία ήταν στα 23 και η αδελφή της στα 30.
«Ήμασταν τουλάχιστον ζωντανοί. Σαράντα χρόνια μετά δεν μπορείς να σβήσεις από τη ψυχή σου τόσα γεγονότα με μια μονοκονδυλιά. Χαίρομαι που κράτησα το ημερολόγιο. Ήταν ένας τρόπος έκφρασης, εκτόνωσης αλλά και θεραπείας. Το κρατούσα για τη δική μου ψυχική υγεία. Τελικά αποδείχτηκε και ιστορικό ντοκουμέντο. Δυστυχώς ο αδελφός μου είναι στον κατάλογο των αγνοουμένων», εκτιμά.
Η κ. Φένερ που ζει με τις θυγατέρες στη Μελβούρνη και μέλη της οικογένειας της στην Κύπρο, υποβλήθηκαν σε τεστ για τυχόν ταυτοποίηση οστών με τη μέθοδο του DNA.
Το βιβλίο της «Exit Lines», είναι στην Αγγλική, γιατί στόχος της, όπως λέει, είναι να δώσει την ευκαιρία στους αγγλόφωνους να γνωρίσουν τα πάθη της Κύπρου, το δράμα που ζουν συγγενείς των αγνοουμένων και για να μάθει τέλος πάντων η ευρύτερη Αυστραλιανή κοινωνία, πού βρίσκεται γεωγραφικά αυτή η πολύπαθη γη, των ηρώων και των αγίων, που είναι ακόμη μοιρασμένη στα δυο.
*Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο http://www.prweb.com/releases/MariaFennerJustice/ExitLines/prweb11666226.htm

Σχόλια