ΒΙΒΛΙΟ : ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ταξιδεύοντας: Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ - Κύπρος - Ο Μοριάς

Η Κύπρος είναι η αληθινή πατρίδα της Αφροδίτης. Ποτέ δεν είδα νησί µε τόση θη-
λύτητα, ποτέ δεν ανάπνεψα αέρα τόσο γιοµάτο µ’ επικίντυνες, γλυκύτατες συµβουλές. 
Αλαφρή κάρωση µε κυριεύει, νύστα και γλύκα, και το δειλινό, όταν πέσει ο ήλιος και 
φυσήξει από τη θάλασσα το αλαφρό αεράκι και σαλέψουν λίγο, δεξά ζερβά, τα µικρά 
καΐκια και ξεχυθούν στην παραλία τα µικρά παιδιά µε το γιασεµί στο χέρι, η καρδιά 
µου ξεζώνεται και παραδίνεται σαν την Πάνδηµη Αφροδίτη. Ό,τι αλλού σπάνια, σε 
στιγµές νάρκης, αισθάνεσαι, εδώ το ζεις ακατάπαυτα, το νοιώθεις αργά, βαθιά να σε 
διαπερνάει, σαν τη µυρωδιά του γιασεµιού: «Η σκέψη είναι µια προσπάθεια ενάντια 
στην κατεύθυνση της ζωής, η ανάταση η ψυχική, η αγρύπνια του νου, η έφοδος προς 
τ’ απάνου, είναι τα µεγάλα προπατορικά αµαρτήµατα ενάντια στην θέληση του Θεού.» 
Προχτές ακόµα γύριζα µέσα στα βουνά της Ιουδαίας κι άκουγα απ’ όλη τη γης ν’ ανε-
βαίνει µια αντίθετη, ανήλεη κραυγή: «Ας κοπεί το χέρι για να δοξάζει τον Κύριο, ας 
κοπεί το πόδι για να χορεύει αιώνια». Μέσα στην πυρά του ήλιου η άµµος έτρεµε και 
κάπνιζαν οι κορφές του βουνού. Ένας Θεός σκληρός, χωρίς νερό, χωρίς δέντρο, χω-
ρίς γυναίκα, περπατούσε κι ένιωθες να βουλιάζουν τα κόκαλα της κεφαλής σου. Όλη 
η ζωή τινάζουνταν στο πυρωµένο µυαλό σα µια κραυγή πολέµου.
Και τώρα η Κύπρος κάθεται στη µέση του πελάγου και σιγοτραγουδεί σα µια Σει-
ρήνα και γλυκαίνει την αγριεµένη απ’ τ’ αντικρινά βουνά της Ιουδαίας κεφαλή µου. 
∆ρασκελίσαµε τη µικρή θάλασσα, κι από το στρατόπεδο του Γεχωβά περάσαµε, σε 
µια νύχτα, στην κλίνη της Αφροδίτης. Πήγαινα από τη Φαµαγκούστα στη Λάρνακα,

από τη Λάρνακα στη Λεµεσό, ολοένα σιµώνοντας στο ιερό σηµείο της θάλασσας, 
στην Πάφο, όπου µέσα στους αφρούς του άστατου, ακατάλυτου υγρού στοιχείου η 
θηλυκή τούτη µάσκα του µυστηρίου γεννήθηκε.
Καθαρά µέσα µου ένιωθα να παλεύουν τα δύο µεγάλα φοβερά ρέµατα: Το ένα 
σπρώχνει την εναρµόνιση, στην υποµονή και στη γλύκα. ∆ουλεύει άνετα, χωρίς κα-
µία προσπάθεια, ακολουθώντας µονάχα τη φυσική βουλή των πραµάτων. Μια πέτρα 
ρίχνεις ψηλά, µια στιγµή τη βιάζεις να παραβεί τη θέληση της, µα γρήγορα χαρούµε-
νη ξαναπέφτει. Ένα στοχασµό ρίχνεις ψηλά, µα γρήγορα ο στοχασµός κουράζεται, 
δυσφορεί στον αδειανόν αέρα και ξαναπέφτει και σοφιλιάζει µε τα χώµατα.
Το άλλο ρέµα είναι θαρρείς παρά φύση. Ένας απίστευτος παραλογισµός. Θέλει 
να νικήσει το βάρος, να σκοτώσει τον ύπνο, να σπρώξει το σύµπαν, µε το µαστίγι, 
προς τ’ απάνου. Σε ποιο απ’ τα δύο ρέµατα ν’ αρµονιστώ, να πω: αυτό είναι η βού-
λησή µου, να ξεχωρίσω, σίγουρα πια, το καλό από το κακό, θέτοντας ιεραρχία στις 
αρετές και στα πάθη;.........

ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ  ΑΘΗΝΑ  1961

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ : Δρ. Σπύρου Δημητρίου

Σχόλια