Δημήτρης Λιπέρτης: o ποιητής της κυπριακής τοπολαλιάς

Ο Δημήτρης Λιπέρτης γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1866, σ’ ένα σπίτι στην περιοχή Σωτήρας κοντά στη Μητρόπολη. Ο πατέρας του Θεοφάνης, καταγόταν από τη Θέρμια της Κερύνειας, εγκαταστάθηκε όμως στη Λάρνακα λόγω των εμπορικών του δραστηριοτήτων. Η μητέρα του, Κοκονού Μοδινού καταγόταν από το Όμοδος και ήταν ανεψιά του Μελέτιου Γ΄Μοδινού Μητροπολίτη Κίτιου [1846-1864]. Ήρθε στη Λάρνακα με τη βοήθεια του θείου της. Εδώ ήταν που γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν οι γονείς του Λιπέρτη. Η μητέρα του που φημιζόταν για την ομορφιά της, ήταν ξαδέλφη του Χαρίτωνα Μοδινού, εφημέριου του μητροπολιτικού ναού Σωτήρος, από τον οποίο ο νεαρός Λιπέρτης έμαθε τα πρώτα του γράμματα, καθώς και του Μελέτιου Μοδινού, μετέπειτα Αρχιμανδρίτη [1875-1917], κοντά στον οποίο έμεινε ο Λιπέρτης, όταν σε ηλικία 20 χρονών έχασε τους γονείς του και τις αδελφές του. Από άποψη καταγωγής ο Λιπέρτης προερχόταν από δύο ισχυρές κοινωνικές τάξεις: του κλήρου [από την πλευρά της μητέρας του] και των γαιοκτημόνων και εμπόρων [ή οικογένεια του πατέρα του κατείχε κτηματική περιούσια στην Κερύνεια]. Η καταγωγή του αυτή και το στενό οικογενειακό περιβάλλον στα πρώτα χρόνια της ζωής του, θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και θα επηρεάσουν τη λογοτεχνική του δημιουργία.
Ο Κιτίου Μελέτιος Μοδινός, σε πίνακα του Βασίλη Μιχαηλίδη και η μητέρα του Δ. Λιπέρτη, Κοκονού
Το πρώτο σχολείο του Λιπέρτη γύρω στο 1872, ήταν το Αλληλοδιδακτικό της Λάρνακος. Ακολούθως, φοίτησε στην Ελληνική Σχολή Λάρνακος από την οποία αποφοίτησε το 1880. Η Σχολή αυτή ή Σχολαρχείο όπως αλλιώς λεγόταν, ιδρύθηκε το 1822 και ήταν το πρώτο σχολείο στη Λάρνακα. Οι απόφοιτοί της μπορούσαν να εξασκήσουν το διδασκαλικό επάγγελμα. Η συγκεκριμένη Σχολή, πρόσφερε υψηλού επιπέδου μάθηση, αφού πολλοί από τους καθηγητές ήταν απόφοιτοι του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1880 πήγε στο Αμερικάνικο Προτεσταντικό Κολλέγιο και Ιησουιτικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, όπου σπούδασε αγγλικά και γαλλικά. Για να συμπληρώσει τις σπουδές του ο νεαρός τότε Λιπέρτης, αναγκάστηκε να μείνει και να εργαστεί για τέσσερα χρόνια στο εξωτερικό [1880-1884]. Κατά την περίοδο της απουσίας του, μέσα σε διάστημα τριών-τεσσάρων χρόνων θα χάσει τις τρείς αδελφές του, Δανάη, Ζωή και Ελένη.
Το 1884 επιστρέφει στη Λάρνακα και εργάζεται στον εμπορικό οίκο Turner για μερικούς μήνες. Στα επόμενα δύο χρόνια νέα τραγωδία θα πλήξει το νεαρό Λιπέρτη. Θα χάσει και τους δύο γονείς του, πρώτα τον πατέρα του το 1885 και τον επόμενο χρόνο τη μητέρα του. Οι τραγωδίες αυτές θα σημαδέψουν για πάντα τη ζωή του, κάτι που θα εκφράσει αργότερα στις ποιητικές συλλογές του, Χαλαρωμένη Λύρα [1891] και Στόνοι[1899]. Μεταφέρω εδώ την πρώτη στροφή του ποιήματος, Στη Μάνα μου από τη συλλόγη Στόνοι, όπου εκφράζεται ο ψυχικός πόνος του Λιπέρτη:
Πόσα ετράβηξες κακά, βασανισμένη μάνα,
 Όσο ν’ αφήσει το κορμί η άχαρη ψυχή σου!
Ήκουσα να χτυπά βωβά η νεκρική καμπάνα…
Μα δεν το πίστευα εγώ γιατ’ ήμουνα παιδί σου,
Εθάρρεψα πως ήθελε ευσπλαχνιστεί η Μοίρα
Εμένα τον πεντάρφανο και σένανε τη χήρα.
Έτσι στα είκοσί του χρόνια μένει μόνος. Βρίσκει στήριξη στο θείο του αρχιμανδρίτη Μελέτιο, που του παραχωρεί διαμονή στη Μητρόπολη Κιτίου. Εκεί θα παραμείνει έως το 1890. Δεν γνωρίζουμε πόσο παρέμεινε φιλοξενούμενος στη Μητρόπολη. Φαίνεται πως η παραμονή του εδώ έγινε προβληματική, όταν ο Λιπέρτης είχε ενεργό ανάμειξη υπέρ του θείου του στις μητροπολιτικές εκλογές της Επισκοπής Κιτίου που έγιναν το 1889, κατά τις οποίες ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος Μοδινός απέτυχε να εκλεγεί.
Το 1884 θα συνδεθεί με τον ελληνιστή Λαρνακέα λόγιο Ιερώνυμο Βαρλαάμ κοντά στον οποίο θα ανδρωθεί πνευματικά. Με τον Βαρλαάμ θα παραμείνει μέχρι το 1886. Στο     δάσκαλό του-με τον οποίο θα συνδεθεί με δυνατή φιλία-θα αφιερώσει την πρώτη ποιητική συλλογή του, Χαλαρωμένη Λύρα [βλέπε θέμα:
[44]-κατηγορία:ιστορικά κτήρια της Λάρνακας].
Δούλεψε ως δόκιμος γραφέας αμισθί στο δικαστήριο Λάρνακας από το 1887 έως το τέλος του 1890. Σε ηλικία των 24 ετών [1890] ο Λιπέρτης θα βρεθεί χωρίς δουλειά. Στη δύσκολη αυτή περίοδο της ζωής του, θα τον βοηθήσει ξανά ο θείος του αρχιμανδρίτης Μελέτιος, εξασφαλίζοντάς του εργασία στη δημόσια υπηρεσία.
Ο Λιπέρτης με τον Λαρνακέα δικηγόρο Γ. Αχίλλη έξω από την εκκλησία της Σωτήρας στη Λάρνακα.
Από τη θέση του κυβερνητικού υπαλλήλου την περίοδο 1892-1899 [πληρωτής στα δημόσια έργα, υπεύθυνος για την καταγραφή των ζημιών από την ακρίδα, επόπτης για τις ασθένειες των αμπελιών, επόπτης ακτοφυλακής κ.λπ], είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλά την κυπριακή  υπαίθρο και τους ανθρώπους της. Σε επιστολές που στέλλει σε φίλους, εκφράζει το σεβασμό του προς “τον αγαπητόν Κύπριον αγρότην”. Σε μια τέτοια επιστολή εξομολογείται: Κάθε καλοκαίρι, καθώς ξέρεις, μου είναι όλως ιδιαιτέρα η ευχαρίστησις που έρχομαι για μερικούς μήνες εις συγχρωτισμόν με τον αγαπητόν Κύπριον αγρότην.Ευχάριστη εξοχή για τον Λιπέρτη ήταν η Βάσα Κοιλανίου. Δίκαια χαρακτηρίζεται ως ο ραψωδός της κυπριακής αγροτικής ζωής.
Εδώ έμενε ο Λιπέρτης όταν παραθέριζε στη Βάσα Κοιλανίου
Στο διάστημα της δοκιμασίας του [1884-1899], δεν μένει άπρακτος. Συνεχίζει τα μαθήματά του κοντά στον Ιερώνυμο Βαρλαάμ και δημοσιεύει τον Ιούλιο του 1887 στην εφημερίδα της Λάρνακας Ένωση, το πρώτο του ποιήμα με τίτλο Οι στόχοι μου. Παίρνει μέρος σε θεατρικές παραστάσεις στη Λάρνακα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ενώ καλείται συχνά σε φιλολογικούς κύκλους και προξενικές δεξιώσεις, όπου απαγγέλει δικά του ποιήματα, τα οποία -σύμφωνα με τον τύπο της εποχής – γέχουν μεγάλη απήχηση στο ακροατήριο του και τον καθιερώνουν ως τον κατεξοχήν ποιητή της Λάρνακας.
Το 1899, σε ηλικία 33 χρονών, ο Λιπέρτης εγκαταλείπει τη Λάρνακα και εγκαθίσταται στη Λευκωσία. Εργοδοτείται ξανά για μικρό χρονικό διάστημα στην εταιρεία Turner που ήταν ο πρώτος του εργοδότης στη Λάρνακα. Αναζητώντας καλύτερη τύχη, φεύγει για την Αίγυπτο. Παρά τις δυσκολίες, η έφεσή του για μάθηση θα τον ταξιδεύσει περί το τέλος του 1899 στη Νεάπολη της Ιταλίας, όπου εκεί θα παρακολουθήσει φιλοσοφικά μαθήματα, φιλολογία και λατινική γραμματική. Λόγω οικονομικών δυσκολιών θα φύγει από τη Νεάπολη και το 1901 ή 1902 θα βρεθεί στην Αθήνα, όπου θα παρακολουθήσει ως ακροατής, μαθήματα Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η ζωή του θα αλλάξει το 1905 με το διορισμό του ως καθηγητή γαλλικών στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Θα υπηρετήσει ακόμα ως διευθυντής, στη σχολή Μιτσή στη Λεμύθου. Το 1905 θα εγκατασταθεί μόνιμα στη Λευκωσία και θα αφοσιωθεί πλέον στην ποίησή του, που είχε παραμελήσει λόγω των επαγγελματικών του δυσκολιών. Αργότερα, καθιερωμένος πια ποιητής, όταν τον ρωτούσαν για τα δύσκολα χρόνια της ποιητικής σιωπής, ο Λιπέρτης απαντούσε: Οφτζαιρόν σατσίν χορεύκει;
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Χαλαρωμένη Λύρα, γραμμένη το 1891, ήταν στην καθαρεύουσα και στη δημοτική γλώσσα της εποχής. Στην ίδια γλώσσα, κυρίως στη δημοτική, ήταν η επόμενη ποιητική συλλογή του, οι Στόνοι που εκδόθηκαν στη Λάρνακα το 1899.
Η στροφή του στη κυπριακή διάλεκτο θα γίνει το 1923 με τον πρώτο τόμο των Τζυπριώτικων Τραουδκιών. Θα ακολουθήσουν ακόμα τρεις τόμοι των Τζυπριώτικων Τραουδκιών, το 1930 [με πρόλογο του Κωστή Παλαμά], το 1934 και το 1937. Στην αλλαγή αυτή συνέβαλε και η επαφή που είχε το 1918, με την ποιητική συλλογή του Βασίλη Μιχαηλίδη, τα Ποιήματα, τα οποία εκδόθηκαν το 1911 στη Λεμεσό. Ο αριθμός των ποιημάτων του στο κυπριακό ιδίωμα, είναι γύρω στα 150.
Στους τέσσερεις αυτούς τόμους των ποιήματών του, που χαρακτηρίζονται από λυρισμό, μουσικότητα και αρμονία, ο Λιπέρτης αποτύπωσε μέσω της κυπριακής διαλέκτου τα ήθη, τις ελπίδες, τα όνειρα, τους έρωτες και την καθημερινότητα των ανθρώπων, καθώς και τους εθνικούς πόθους των σκλαβωμένων Ελλήνων της Κύπρου. Κάποια από αυτά έχουν διδακτικό και γνωμικό περιεχόμενο. Τα ποιήματα του Λιπέρτη μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: στα ειδυλιακά, στα ηθοπλαστικά-σκωπτικά και στα πατριωτικά.
Το έργο του στο κυπριακό ιδίωμα, επηρέασε τη λαϊκή ποίηση του τόπου και στάθηκε η αιτία της δημιουργίας μιας ολόκληρης γενιάς ποιητών που έγραψαν στην κυπριακή διάλεκτο, όπως ο Παύλος Λιασίδης, ο Αντώνης Κλόκκαρης, ο Κώστας Μαρκίδης, ο Κώστας Μόντης κ.ά.
Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν από Κύπριους συνθέτες, όπως τον Σόλωνα Μιχαηλίδη, τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη, τον Γιώργο Κοτσώνη, τον Γιάγκο Μιχαηλίδη κ.ά.
Παραθέτουμε ένα από τα πατριωτικά ποιήματά του που έχει μελοποιηθεί:
Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ’ ένας αέρας
Στούντον τόπον πον’ καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν
Για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της ημέρας
Ποννά φέρει στον καθέναν τζαι χαράν τζαι ποστασιάν.
Το 1931 τιμήθηκε με τον τίτλο του αξιωματικού της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1961 εκδόθηκαν σε ένα τόμο τα  Άπαντα του Λιπέρτη.
Πέθανε στη Λευκωσία το 1937. Άφησε τη μικρή περιουσία του [800 λίρες], στα ορφανά της Κύπρου. Στην πρώτη επέτειο από το θάνατό του, ο Τεύκρος Ανθίας αφιέρωσε τα πιο κάτω λόγια στο Δημήτρη Λιπέρτη:
Κρεμότανε απ’ τα χείλη σου ο λαός μας
και ήσουν λαός στο απλό σου το τραγούδι
που ανθούσε και θ΄ανθεί για πάντα εντός μας
- εξωτικό κι ολόδροσο λουλούδι.
Πηγές: 1. Δρ. Άννα Ολίβια Ιακωβίδου Andrieu, από το Βιβλίο: Λάρνακα 2000 το τέλος ενός αιώνα, σσ.494-513, Έκδοση Δήμου Λάρνακας 2002. 2. Άντρου Παυλίδη, Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια [Μ.Κ.Ε.], τόμ., 9, σσ.185-187. 3. Δρ. Άννα Ολίβια Ιακωβίδου Andrieu, Το ποιητικό έργο του Δημήτρη Λιπέρτη, Έκδοση Δήμου Λάρνακας, Λάρνακα 1996. 4. Παύλου Παρασκευά, Δημήτρης Λιπέρτης-Η ζωή και το Έργο του, τόμος Α’, εκδόσεις Χρ. Ανδρέου, Λευκωσία 1988.
http://larnacainhistory.wordpress.com/

Σχόλια