ΡΟΔΙΩΝ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ Φωτεινή προσωπικότητα λόγω και έργω

ΤΗΣ ΝΤΙΝΑΣ ΠΑΜΠΑΛΛΗ

Όταν άνθρωποι, στο ανθό της νιότης τους, θυσιάζονται για τα ιδανικά τους στα ναζιστικά μπουντρούμια κι αφήνουν έργο που απαιτεί μια ολόκληρη ζωή για να γραφεί, δεν χρειάζονται τιμές. Αυτοί το χρέος τους το έκαναν, επαφίεται σε μας να ασχοληθούμε με αυτές τις φωτεινές προσωπικότητες και να τους τιμούμε ανάλογα. Μια τέτοια περίπτωση είναι κι αυτή του Κύπριου Ροδίωνος Π. Γεωργιάδη.

Το να φτάνουν στα χέρια σου τρεις τόμοι που αφορούν στο πολύτιμο «Αρχείο του Ροδίωνος Π. Γεωργιάδη» και, μάλιστα, από τον ίδιο τον επιμελητή της έκδοσης, τον άοκνο, αφοσιωμένο στα ελληνικά γράμματα, πρώην γυμνασιάρχη, Γιώργο Χατζηκωστή, δεν είναι απλώς τιμητικό, αλλά συνιστά ευθύνη και συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν άνθρωποι, νέοι που πεθαίνουν ως ήρωες στα 27 τους χρόνια, δείχνοντάς μας το δρόμο της αρετής και της ελευθερίας. Ο Ροδίων Π. Γεωργιάδης, ο εξαίρετος αυτός Κύπριος, που τι κι αν έφυγε παιδί ακόμα, πρόλαβε να μας αφήσει ανεκτίμητη γραπτή κληρονομιά, που αφορά σ' ένα εύρος θεμάτων, ιστορικό, φιλοσοφικό, φιλολογικό, γλωσσικό. Για τους εθνικούς αγώνες Κύπρου και Ελλάδας και κυρίως για τη συμμετοχή των Κυπρίων στην Εθνεγερσία του 1821, για τους Βαλκανικούς Πολέμους, για τη γερμανική κατοχή. Ντοκουμέντα ψυχικού μεγαλείου συνιστούν και οι 150 επιστολές του από το αλβανικό μέτωπο, τα γερμανικά κρατητήρια της Αθήνας, τις φυλακές της Αίγινας και τις φυλακές του Βρανδεμβούργου, που τις έζησε στο πετσί του, μαζί με τον αδελφό του Μιλτιάδη, πέθανε από τις κακουχίες, τόσο σοφός και ωραίος, ως ήρωας. Και για να τον τιμήσουμε ως του αρμόζει, θα πρέπει ακολουθώντας το λαμπρό του παράδειγμα, να γίνουμε καλύτεροι, να προσφέρουμε στα γράμματα, στο συνάνθρωπο, στον τόπο μας, να τον αγαπήσουμε και να τον μελετήσουμε.
Το «Αρχείον του Ροδίωνος Γεωργιάδη» παρουσιάζεται σ’ έκδοση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, σε τρεις τόμους, και σύμφωνα με τον επιμελητή του, ο πρώτος είναι τα κείμενα στοχασμού του ήρωα που αποκαλύπτουν τη φιλοσοφική του σκέψη και τη στάση του απέναντι στον κόσμο και τα γεγονότα, γλωσσικές μελέτες για την Κύπρο. Τα κείμενα που έχουν σχέση με το «Κοινόν Κυπρίων» και την «Εστία Κυπρίων», που υπήρξε ιδρυτής κι η ψυχή τους, και την ομάδα των ποικίλων εγγράφων. Ο δεύτερος περιλαμβάνει τις ιστορικές του εργασίες, τις μελέτες πάνω σε διάφορα θέματα σχετικά με την Κύπρο και τη μετάφραση του έργου του Stanley Casson «Η Κύπρος κατά την αρχαιότητα». O τρίτος περιλαμβάνει τα έγγραφα των Γενικών Αρχείων του ελληνικού Κράτους, τα οποία αναφέρονται στη συμβολή της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση 1821-1827. Στην αρχή κάθε τμήματος εισαγωγικό σημείωμα πληροφορεί για τη μορφή και το περιεχόμενο των σχετικών χειρογράφων. 
Στο Αρχείο του, το οποίο μετέφερε η μητέρα του, περιλαμβάνονται πέραν των 400 εγγράφων των Γενικών Αρχείων του Ελληνικού Κράτους, τα οποία ο Ροδίων είχε αντιγράψει το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1940 με τη βοήθεια του αδελφού του Μιλτιάδη και του φίλου του Πάνου Λεβέντη. Από τον όγκο των εγγράφων αυτών ο Ροδίων αξιοποίησε μόνο δύο, βάσει των οποίων συνέθεσε μια σύντομη μελέτη 18 χειρογράφων.

Ελεύθερη ψυχή και σκέψη 

«Συνηθίζουμε πάντα, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για ένα πρόσωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στον υπέρ πατρίδος αγώνα, να βρίσκουμε μόνο αρετές και να παραλείπουμε όλα τα ελαττώματα, γιατί 'ο αποθανών δεδικαίωται', μα η ταπεινότητά μου, στην προσπάθειά της να θυμηθή τον αγαπημένο Ροδίωνα, δεν μπόρεσε να βρη ούτε ένα ψεγάδι τόσο στην ιδιωτική ζωή του όσο και στην επιστημονική του σταδιοδρομία, μα και στην υπέροχη εθνική του εκδήλωση το 1940-1941 μέχρι του μαρτυρικού του θανάτου» [...] (Κ. Γιαλλουρίδης).
«Ήταν ένα πνεύμα ανήσυχο και γόνιμο. Κάθε τι που άρχιζε, τον οδηγούσε σε νέες επινοήσεις. Κι έτσι αδιάκοπα η σκέψη του κατάστρωνε σχέδια κι έβαζε σκοπούς ωραίους... Ο Ροδίων αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις. Και τον τίμιο αγώνα του ήρθε να τον στέψη η αγιότητα του μαρτυρίου. Έζησε και πέθανε με λυτρωμένη κι ελεύθερη την ψυχή και τη σκέψη» [...] (Μίκης Κιτρομηλίδης).
Για το ποιος ήταν ο Ροδίων Γεωργιάδης, ο Γ. Χατζηκωστής γράφει: «Υπήρξε, λόγω κι έργω, ένα ανήσυχο πνεύμα, μια μεγάλη, σπάνια εκρηκτική φυσιογνωμία, ένα από τα ευγενέστερα τέκνα που γέννησε ποτέ η Κύπρος. Γεμάτος οραματισμούς, σχέδια και πρωτοβουλίες και προικισμένος με εξαίρετες οργανωτικές ικανότητες, συγκέντρωνε όλους γύρω του με την ελκυστική του προσωπικότητα κι αναγνωριζόταν, σε κάθε του δραστηριότητα, ως αδιαμφισβήτητος ηγέτης. Ευαίσθητος και πιστός φίλος, στοργικός γιος και αδελφός, ανθρωπιστής και δίκαιος, αισιόδοξος και καρτερικός, παρέμενε πάντα σταθερός και ανιδιοτελής στις σχέσεις και
κέρδιζε την αγάπη όλων. Ήταν ακόμα ένας συγκροτημένος επιστήμων με τετράγωνη σκέψη, συστηματικός και ακαταπόνητος ερευνητής, κοινωνικός εργάτης στην υπηρεσία των συμπατριωτών του στις δύσκολες ώρες της γερμανικής κατοχής, ποιητής και πεζογράφος και εύστοχος σατιρικός στιχουργός. Ανυποχώρητος στις απόψεις του και στις αρχές του, φιλόπατρις και με πνεύμα προσφοράς και αυτοθυσίας, πρόσφερε τα πάντα στο βωμό της πατρίδας και αναδείχθηκε πρότυπο εθνικού αγωνιστή. Σύμφωνα με φίλο και συμφοιτητή του, υπήρξε, σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του, μια μεγάλη ψυχή». 

Μια ζωή γεμάτη δράση 

ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ στη Λεμεσό το Μάρτιο 1917. Ο παππούς του Χατζημιλτής Γεωργίου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1865, έζησε στη Λεμεσό, από όπου το 1912 πήγε ως εθελοντής στην Ελλάδα και πολέμησε στην Ήπειρο κατά του Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 και αργότερα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Από τα εφτά παιδιά ο Προκόπης Γεωργιάδης, το 1915-16 παντρεύτηκε τη Θέκλα Δ. Χατζηγιώργη από το Δίκωμο και απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Ροδίωνα, τον Μιλτιάδη, την Ελένη (που έφυγε νωρίς) και την Ευανθία. Το 1972 μετακόμισε στη Λευκωσία, όπου διατηρούσε αρτοποιείο στην περιοχή Φανερωμένης και αργότερα πήγε στην Αθήνα. Το σπίτι τους εκεί ανοιχτό στα εύκολα και στα δύσκολα. Μια ζεστή αγκαλιά για όλους τους Κύπριους και όχι μόνο. Κέντρο πνευματικών και κοινωνικών αντιστασιακών εξορμήσεων και αγώνων. Στα Δεκεμβριανά πληγώθηκε από αδέσποτη σφαίρα και πέθανε το 1945. Η μητέρα, αφού σε λίγους μήνες έχασε και τα τρία παιδιά της επέστρεψε στην Κύπρο στις αρχές της δεκαετίας του '50 και πέθανε στα 1969. 
Ο Μιλτιάδης πολέμησε ως εθελοντής στον Αλβανικό Μέτωπο και πήρε μέρος σε αντιστασιακή οργάνωση κατά της γερμανικής κατοχής, προδόθηκε, συνελήφθη και καταδικάστηκε, φυλακίστηκε στην Αίγινα και στη συνέχεια στις φυλακές του Βρανδεμβούργου. Από το 1944 αγνοείται η τύχη του. 
Η φιλάσθενη Ευανθία δεν άντεξε το χαμό των αγαπημένων της και τις κακουχίες κι έσβησε κι αυτή στις αρχές του '45. 
Ο Ροδίων φοίτησε στο Δημοτικό Αγίου Σάββα και μετά στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, όπου ξεχώρισε αμέσως για την ποιότητα του μυαλού του, το χαρακτήρα του και τις οργανωτικές του ικανότητες. Σπουδάζει στο Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιστορία και Αρχαιολογία. Πολύγλωσσος, παράλληλα με τις σπουδές του γράφει άρθρα και εκπομπές για το κυπριακό ζήτημα. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της φοιτητικής οργάνωσης με τον τίτλο «Κυπριακή Φιλική Εταιρεία». Ακόμα και στις φυλακές της Αίγινας μελετά. Συγγράφει μια συλλογή 252 κυπριακών παροιμιών, μια καταγραφή του τοκετού και της λοχείας στην Κύπρον, μια μελέτη για τον Άγιο Νεόφυτο και τις σημαντικές εργασίες «Περί των κατά τη χώραν Κύπρον σκαιών» και την εργασία για το «Γλωσσικόν υλικόν εκ Κύπρου». Στο τέλος των σπουδών του τον προλαμβάνει η έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Για έξι μήνες ασχολήθηκε με μια πολύμοχθη έρευνα στα Γενικά Αρχεία του ελληνικού κράτους για τη συγκέντρωση όλων των στοιχείων σχετικών με τη συμμετοχή της Κύπρου στην ελληνική επανάσταση 1821-1827. Τα αντίγραφα τα φύλαξε η μητέρα του, όπως ήταν η επιθυμία του και τα κατέθεσε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου το 1951.

Η Κύπρος στον αγώνα του 1940

«ΌΤΑΝ έχεις τον ενθουσιασμό για ό,τι κάνεις και την πεποίθηση ότι αυτό που κάνεις είναι δίκαιον...», γράφει ο Ροδίων από τη Αλβανία, «νειώθεις τον εαυτό σου να οπλίζεται με τεράστιες δυνάμεις...». Κι όπως αναφέρει στο άλλο σημαντικό του βιβλίο-ντοκουμέντο ο Γεώργιος Χατζηκωστής «Έπος και Μαρτύριο-Οι Κύπριοι ήρωες του Αλβανικού Έπους και της Εθνικής Αντίστασης Ροδίων και Μιλτιάδης Γεωργιάδης», ο ενθουσιασμός του ελληνικού λαού το πρωινό της Δευτέρας 29 Οκτωβρίου 1940, συνεπήρε και τους Κύπριους των Αθηνών. Στη διάρκεια των παλλαϊκών εκδηλώσεων στους κεντρικούς δρόμους και στις πλατείες της πόλης, ρίχτηκε το σύνθημα να συγκεντρωθούν όλοι οι Κύπριοι στη φοιτητική Λέσχη στην οδό Ιπποκράτους. Εκεί προσήλθαν με ενθουσιασμό γύρω στους 100 φοιτητές και μη, και διαδήλωσαν την απόφασή τους να πολεμήσουν για την προάσπιση της Ελλάδας. Η απόφασή τους ήταν φυσική, γιατί όλοι είχαν μεγαλώσει μέσα στο πνεύμα της κυπριακής εξέγερσης του 1931, ενισχυμένο από την εθνική αγωγή που έπαιρναν στα ελληνικά σχολεία της Κύπρου. Για τον Ροδίωνα και τον Μιλτιάδη ίσως και για άλλους, μετρούσε η οικογενειακή παράδοση. Είναι όμως όλοι Άγγλοι υπήκοοι και η κατάταξή τους προσκρούει σε τυπικά εμπόδια. Εκδίδουν ψηφίσματα, εκδηλώνουν τον ενθουσιασμό τους, προστρέχουν σε βοηθητικές υπηρεσίες, αυτά όμως δεν ικανοποιούν τη νεανική τους ορμή. 
Το κλίμα της φιλοπατρίας και της αγωνιστικότητας, που θα εκδηλωθεί έμπρακτα με την εθελοντική κατάταξη και των δύο νέων στον ελληνικό στρατό, βρίσκεται σε έξαρση στο σπίτι του Προκόπη Γεωργιάδη. Ο πατέρας με το αγωνιστικό του παρελθόν, η μητέρα με τη στερεή πίστη στα θρησκευτικά και εθνικά ιδεώδη, ο Ροδίων με τη γνησιότητα των αισθημάτων του και την ανενδοίαστη προθυμία προσφοράς, ο Μιλτιάδης με τον αυθόρμητό του πατριωτισμό, ζουν μέσα σε έναν ενθουσιασμό που συνδέει την αγάπη για την Ελλάδα και την εθνική μοίρα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. 
Ο Κωνσταντίνος Γιαλλουρίδης περιγράφει την κατάταξη: «Δεν θα φανούμε κατώτεροι των προγόνων μας? κι αν το επιτρέπη ο σεβαστός μας Πρόεδρος (μητροπολίτης Μακάριος) θα εισηγηθώ κάτι για να φανούμε με έργα, ανώτεροι από ψεύτικους ενθουσιασμούς. Γυρίζω και βλέπω: Από τη μια μεριά ο Κυρηνείας Μακάριος κι από την άλλη ο Ροδίων Π. Γεωργιάδης, που συνεχίζει: -Εισηγούμαι να με γράψουν πρώτο στον κατάλογο των εθελοντών Κυπρίων. Οι πιστοί θα μ’ ακολουθήσουν. Τον ακολουθούμε τριάντα οκτώ την πρώτη μέρα. Μα το χέρι του μητροπολίτη παρέλυσε για μια στιγμή δεν μπορεί να γράψη τα ονόματα. Δακρύζει... Σιγά σιγά τα μάτια του ζωηρεύουν... Αναπολούν τα λεβέντικα νειάτα του, που άφησε στο Μπιζάνι, -γράφομαι κι εγώ εις τον κατάλογον των εθελοντών. Σκύβουμε και βλέπουμε: Μακάριος Μυριανθεύς, παλαιός πολεμιστής των 1912-1914». 
Οι Κύπριοι εθελοντές αναχώρησαν από τα Έμπεδα του Γουδιού για το μέτωπο, σε ομάδες μέσα στο Φεβρουάριο του 1941, σε διαφορετικές ημερομηνίες. Η μεγαλύτερη ομάδα, στην οποία ανήκε και ο Ροδίων αναχώρησε στις 7 Φεβρουαρίου για την πρώτη γραμμή του Αλβανικού Μετώπου.

Η υπερήφανη μάνα του εθελοντή πολεμιστή 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ της ψυχής του φαίνεται και από επιστολές στη μητέρα του:
«Δεν θέλω να λυπάσαι. Πρέπει νάσαι πια η Μάνα του εθελοντή πολεμιστή και τον τίτλο αυτό πρέπει να τον κρατάς με περηφάνια, γιατί λίγες είναι οι μάνες που έχουν την ευτυχία να τον φέρουν. Πρέπει να φανής αντάξια των παραδόσεων της οικογένειάς μας, κάτι παραπάνω από απλή Ελληνίδα κι αυτό γιατί ξέρουμε, εμείς περισσότερο, τι θα πη λεφτεριά». 
Κι η ηρωική, μάνα θα του γράψει: «Ξεπληρώνοντας τον ιερόν σκοπόν που ανέλαβες μαζί με τόσες χιλιάδες Ελληνόπουλα, εκτελείτε ένα καθήκον... Ροδή, ίσως η φωτιά της μάχης να σε πτοήση προς στιγμήν, ποτέ όμως μη δειλιάσης και μη αποκαρδιωθής. Σε κάθε κίνδυνον βάλε το χέρι σου στο στήθος, στον σταυρόν σου και η υπεραγία Θεοτόκος θα σε προστατεύη και η ευχή μου».

Το Εθνικόν Επαναστατικόν Κομιτάτον 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ προς την έντονη δραστηριότητά του στα χρόνια της κατοχής, στο σχολείο, στην «Εστία», στο «Κοινόν Κυπρίων», στην έρευνα και στη συγγραφή, ο Ροδίων έπαιξε και ρόλους πρωταγωνιστικούς στον μυστικό χώρο της εθνικής αντίστασης. Στο σπίτι των αδελφών συντάσσονταν, δακτυλογραφούνταν, πολυγραφούνταν και μεταφέρονταν για διανομή επαναστατικές προκηρύξεις, από τον Μιλτιάδη ετοιμάζονταν «αφίσες» που τοιχοκολλούνταν στους τοίχους των αθηναϊκών δρόμων, όπου τακτικά γράφονταν συνθήματα εναντίον των κατακτητών. Μια από τις πιο συνηθισμένες δραστηριότητες των δυο αδελφών ήταν και η δαχτυλογράφηση και διανομή των δελτίων των ραδιοφωνικών σταθμών των συμμάχων.
Παρά τα διατάγματα των αρχών κατοχής που απειλούσαν με τη θανατική ποινή τη σύνταξη και διανομή «παράνομων» φυλλαδίων και την αναγραφή επαναστατικών συνθημάτων στους τοίχους, τα δύο αδέλφια και τα άλλα μέλη του «Κομιτάτου» εξακολουθούσαν απτόητοι την εθνική τους δράση. Ως την ώρα της προδοσίας. Ένα μήνα μετά τη δίκη τους φυλακίστηκαν στις φυλακές της Αίγινας και στη συνέχεια στις φυλακές του Βρανδεμβούργου, όπου οι κακουχίες και φριχτές συνθήκες λύγισαν τα νεανικά κορμιά, όχι όμως την γενναία ψυχή τους. «Όσοι είχαν υψώσει το ανάστημά τους απέναντι στον κατακτητή χαρακτηρίζονταν ως επικίνδυνοι και υπήρχε πάντα τρόπος να εξοντωθούν. Ένας από τους συνηθισμένους ήταν η ομηρία 'κάθε λίγες μέρες'», γράφει ο Μ. Κιτρομηλίδης. «Οι αθηναϊκές εφημερίδες δημοσίευαν σε μακρές στήλες μέσα σε μαύρα πλαίσια τα ονόματα των ομήρων που είχαν τουφεκιστή για κάποια πατριωτική πράξη των Ελλήνων επαναστατών. Κι ήταν οι περισσότεροι νεκροί διαλεγμένοι με σοφία από τους γενναίους και τους άξιους της φυλής». 

«Αρχείον Ροδίωνος Π. Γεωργιάδη» (τρίτομο) 
Έκδοση Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου
Εισαγωγή, επιμέλεια έκδοσης Γιώργου Χατζηκωστή 
Τόμος Α': Εισαγωγή - ο Ροδίων - κείμενα στοχασμού - γλωσσικές μελέτες - «Κοινόν Κυπρίων» - «Εστία Κυπρίων» - ποικίλα έγγραφα 
Τόμος Β': Ιστορικά έργα - μελέτες για την Κύπρο - μεταφράσεις 
Τόμος Γ': Η συμβολή της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση (έγγραφα των γενικών αρχείων του ελληνικού κράτους)

http://simerini.com.cy/

Σχόλια