ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σωκράτη ΦΡΑΓΚΟΥΔΗΣ (1869-1939) Βουλευτής - Δημοσιολόγος Ιδρυτής Παντείου Σχολής Πολιτικών Επιστημών ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Ως κατεγράφη υπό του ιδίου το 1939) ΜΕΡΟΣ Δ

Στις Κυπριακές Φορεσιές, περιγράφεται η Κυπριακή Έκθεση στο Ζάππειο Μέγαρο του 1901.
Το καλοκαίρι του 1900 έφυγα για την Κύπρο με μεγάλη αποστολήν. Είχα αναλάβει ως Πρόεδρος του Πατριωτικού Συνδέσμου των Κυπρίων να οργανώσω στας Αθήνας μίαν Κυπριακήν Έκθεσιν. Όταν έρριψα την ιδέαν, με πήραν για τρελλό. Ένας νέος να οργανώση μία έκθεση με 100 δραχμές στο ταμείο του Συλλόγου!.. Η Ζάππειος Επιτροπή μου 'δωκε το μισό Ζάππειο, που έμενε νεκρό και κλειστό και άνοιξα διάπλατες τες πόρτες του στη ζωή. Σε δύο χρόνια μάζεψα όσα χρήματα χρειάζονταν, μάζεψα τα εκθέματα, έκαμα την Έκθεσι, επέστρεψα όσα εκθέματα δεν πωλήθησαν και έκλεισα με έλλειμμα έξι λιρών, τας οποίας δανείστηκα και τις πλήρωσα μετά καιρό από την τσέπη μου!..Αυτό ήτο η μόνη μου αμοιβή. Ενήργησα ως εξής. Σχημάτισα μια Επιτροπή τιμητική, υπό την προστασίαν της οποίας έβαλα την Έκθεσι με τον Πρόεδρον του Ζαππείου Αλέξανδρον Ζαΐμην επί κεφαλής. Έκαμα ένα μικρόν έρανον μεταξύ μας, και δημοσίευσα την Προκήρυξι της Εκθέσεως, έπειτα άνοιξα ένα μεγάλο έρανο μεταξύ των Κυπρίων εις την Αίγυπτο και κατόπιν πήγα στην Κύπρο, όπου τους πήρα σβάρνα όλους. Μεγάλα πράγματα δεν μάζεψα, μα φασούλι-φασούλι γεμίζει το σακκούλι. Συγχρόνως γύρισα όλην την Κύπρο πότε με αμάξι πότε με μουλάρι και σε κάθε μέρος όπου άξιζε τον κόπο εστάθμευα και αγόραζα εκθέματα, φαγώσιμα, ενδύματα, υφάσματα, παλαιές φορεσιές. Στη Λευκωσία ανάθεσα σ' ένα Έμπορο να φέρη στήν Έκθεσι όλα τα είδη των εγχωρίων μεταξωτών και υφασμάτων. Σ' έναν άλλον να μαζέψη απ' όλα τα κεντήματα της Κύπρου και να φέρη μια μεγάλη συλλογή. Από τότε διαδοθήκανε σ' όλο το κόσμο τα περίφημα κεντήματα της Κύπρου. Βρήκα χορευτές, υφάντριες κι έναν εργολάβο να αγοράση ζώα όλων των ειδών, τα περίφημα γαϊδούρια και τα μουλάρια της Κύπρου και να τα φέρη στην Έκθεσι. Σ' ένα μοναστήρι είχα βρη την εικόνα τουΑρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού που τον είχαν κρεμάσει το 1821. Κατασκεύασα απ' αυτήν φωτογραφίες και παρήγγειλα στον Μπονάνο μαρμάρινη την προτομή του εθνομάρτυρα για να στηθή στην είσοδο της Εκθέσεως. Επειδή τα ζώα στοίχιζαν πολύ, πήγα στην Κρήτη και προπούλησα μέρος στην Κρητική Κυβέρνησι του Πρίγκηπα Γεωργίου, κι η Ελληνική Κυβέρνησις δέχτηκε να πάρη τα άλλα μισά αφού κλείση η Έκθεσις. Ο κύριος χαρακτήρας της Εκθέσεως ήτο εθνολογικός. Επεστάτησα και κατεσκευάσθησαν δώδεκα ενδυμασίες, τες φόρεσα σε ανδρείκελα και έτσι σχηματίσθηκε μια λαμπρά συλλογή των συγχρόνων ενδυμασιών της Κύπρου, που μετά το πέρας της Εκθέσεως εδώρησα εις το Εθνολογικόν Μουσείον Αθηνών όπου και είναι.
Κυρία των πόλεων της παλαιάς εποχής. Ενδυμασία της μητέρας μου.
(Από την Έκθεσι 1901)
Κυρία των πόλεων της παλαιάς εποχής. Ενδυμασία της μητέρας του.
(Από την Έκθεσι 1901)
Εξήντα κιβώτια γεμάτα εκθέματα φόρτωσα για τον Πειραιά. Η Κυβέρνησι μου παραχώρησε την ατελή εισαγωγή. Μέσα στο Ζάππειον εργάστηκα σκληρά μήνες για να στήσω μόνος μου με λίγα παιδιά την Έκθεσι. Συγχρόνως επρότεινα να γίνουν στο Στάδιον αγώνες και η Επιτροπή προεκήρυξε τους πρώτους Πανελλήνιους Αγώνες.
Ο Χ. Νάνος Α΄, και ο Α. Κουτουλάκης Β΄ στα 1500 μ.
(4΄281/5΄΄ και 4΄30΄΄ αντιστοίχως)

Την Άνοιξι του 1901 εθριάμβευα. Ήτο η πρώτη μεγάλη μου επιτυχία. Ναύλωσα ένα βαπόρι και δυο τρεις μέρες προτού ανοίξη η Έκθεσις, έφτασαν τα ζώα, οι χορευτές, τραγουδιστές, και λοιποί.
Συγχρόνως 100 περίπου Κύπριοι άνδρες και γυναίκες αντιπροσωπεύοντες όλες τες τάξεις, Βουλευτές, δημοσιογράφοι, δάσκαλοι, Κυρίες. Μέσα στο Ζάππειο έκαμα αίθουσα της νέας βιομηχανίας, ένα σπίτι χωριάτικο και αναπαράστησα όλη τη ζωή της νήσου, την ελληνική της ζωή, κυλικείο με κυπριακά φαγώσιμα και ποτά, μια σκηνή με Κυπρίους χορευτές και τραγουδιστές. Την 25ην Μαρτίου ο Δήμαρχος Μερκούρης άνοιξε την Έκθεσι, γιατί ένεκα η διπλωματία ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις δεν έλαβαν επίσημο μέρος. Έβγαλα ένα λόγο τότε που έκαμε εντύπωσι. Επηκολούθησαν υποδοχές, γεύματα, ενθουσιασμοί. Οι Κύπριοι εκδρομείς γύρισαν στην Κύπρο μέσω Κρήτης όπου έγιναν δεκτοί με μεγάλο ενθουσιασμό.
Ένεκα η διπλωματία ο Βασιλεύς ήλθε στην Έκθεσι την άλλη μέρα του ανοίγματος και με συνεχάρη, ήπιαμε κουμανταρία υπέρ της Κύπρου κ.λπ., καθώς και ο Θεοτόκης Πρωθυπουργός. Αυτός μου μήνυσε πως αν δεν μου 'δινε παράσημο ήτο ένεκα η διπλωματία!.. Μα αν έπαιρνα παράσημο κάθε φορά πού έκανα κάτι για το Έθνος, έπρεπε να 'χα έως τώρα το Μεγαλόσταυρο. Μα ποτέ μου δεν κυνήγησα παράσημα.
Παρά τις τόσες φροντίδες μου για την Έκθεσι, το 1901 εξέδωκα την "Κωνσταντινούπολιν λήγοντος του δεκάτου εννάτου αιώνος". Ήτο μια πλήρης περιγραφή της Κωνσταντινουπόλεως γραμμένη ολίγον αλλά Αμίτσι, με ελληνικόν όμως παλμόν, εντυπώσεις το πλείστον από το ταξίδι μου στην Πόλι. Δεν αγάπησα στη ζωή μου ένα τόπο σαν την Κωνσταντινούπολι.
Όταν γύρισα στην Κύπρο το καλοκαίρι, για να επιστρέψω τ' απούλητα εκθέματα και πουλήσω τα υπολείμματα, έβραζε το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα, που βασάνισε τους Κυπρίους δέκα χρόνια.
Είχε πεθάνει ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος και για την εκλογή του διαδόχου του είχεν ανοίξει μια φοβερή πληγή στο σώμα της Κύπρου. Τακτικός κανονισμός εκλογής δεν υπήρχε παρά μόνο στους Κώδικες της Εκκλησίας. Αν η εκλογή γινότανε κατά τα παλαιά, δεν θα εγεννάτο ζήτημα, αλλά κατά τα τελευταία χρόνια είχαν δημιουργηθή με την "Βουλήν" οι πολιτικοί και με αυτούς τα κόμματα που ανακατεύοντο εις όλα. Συγχρόνως Βουλευταί επεκράτησε να εκλέγωνται και κληρικοί, επειδή δεν υπήρχαν ακόμη οι δικηγόροι που κατέκλυσαν την Κύπρο κατόπιν. Υποψήφιοι Αρχιεπίσκοποι ήσαν δύο Κύριλλοι, ο ένας Μητροπολίτης Κιτίου και ο άλλος Μητροπολίτης Κερύνειας. Τον πρώτον, Βουλευτήν συγχρόνως, ήθελαν όλος σχεδόν ο λαός. Δεν τον ήθελε ένα μικρό κόμμα που εξεμεταλλεύετο την Αρχιεπισκοπή και τα Ιερά Ιδρύματα. Αυτό το κόμμα εγκατέστησε δική του Διοικούσα Σύνοδο και εμπόδισε επί δέκα έτη την κανονική λειτουργία τού Περί εκλογής Αρχιεπισκόπου Κανονισμού. Ο αγώνας αυτός υπήρξε και ηθικώς και υλικώς καταστρεπτικός για την Κύπρο. Ήτο ένας εμφύλιος πόλεμος από τους γνωστούς στην ιστορία της Ρωμηοσύνης.
Όταν έφθασα στην Κύπρο, έπειτα από την Έκθεσι, ο κόσμος όλος περίμενε να δη με ποια μερίδα θα πάω. Οι Κυρηνειακοί που ήξεραν πως δεν μπορούσα να πάω μαζύ τους, μου είπαν 'να μείνης παγκύπριος· νά μην ανακατευθής στα Κομματικά'. Μα εγώ δεν υπήρξα ποτέ της ιδέας, ότι έπρεπε ένας πατριώτης σαν και μένα, να μη έχη γνώμη σ' ένα τόσο σπουδαίο ζήτημα για να γίνεται είδωλον όλου του κόσμου. Το πρώτον καθήκον ενός πατριώτου είναι να έχη γνώμη σε κάθε περίστασι και ν' αγωνίζεται σ' όλα τα ζητήματα
Μόλις λοιπόν τελείωσε το ζήτημα της Εκθέσεως και δέχτηκα τες τιμητικές δεξιώσεις που μου 'καναν σ' όλα τα μέρη της νήσου για την επιτυχία της Εκθέσεως κι έστησα την προτομή του Κυπριανού εις τον κήπον της Αρχιεπισκοπής,εδήλωσα ότι το δίκαιον ήτο με τους Κιτιακούς, διότι τον Κιτίου ήθελαν τα τρία τέταρτα του λαού, όλοι οι Βουλευταί που εξελέγησαν ήταν υπό την σημαίαν του, ήτανε δε καλύτερος από τον άλλον Κύριλλον, αρχιερέα ενάρετον, μα ανίκανον. Αυτό ήρκεσε για να δεχτώ όλες τες ύβρεις των αντιθέτων. Μια εφημερίς τους έφθασε μάλιστα να μου πει πως καταχράστηκα στην Έκθεσι, αν και είχα δώσει λεπτομερή λογοδοσία που δημοσιεύτηκε και σε φυλλάδιο και αποδείκνυε την εντιμότητα της διαχειρίσεώς μου. Ευτυχώς στην Κύπρον υπάρχουν εγγλέζικα Δικαστήρια και τον συκοφάντη τον πήρα στον Δικαστή που τον κατεδίκασε σε έξι λίρες πρόστιμο και τα έξοδα. Μαζύ με την λογοδοσία είχα εκδώσει και ένα ωραίο Λεύκωμα στο οποίο περιέχονται όσα έγιναν κατά την Έκθεσι και με τις σχετικές εικόνες.
Τον Μάρτιον το Κιτιακόν Κόμμα μ' έστειλεν αντιπρόσωπο στην Κωνσταντινούπολιν, όπου εκτός του Οικουμενικού ήτο κι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο αντιπρόσωπος του Πατριάρχου Αλεξανδρείας. Οι Πατριάρχαι μεταξύ των άλλων είχαν να σκεφθούν και για το Κυπριακό. Δυστυχώς ο Ιωακείμ ο Γ΄ που φημιζότανε για μεγάλος Πατριάρχης και ήλθε τότε από την εξορία, πήρε στραβά το ζήτημα. Ξεχνώντας πως η Κύπρος ήτο Εκκλησία Αυτόνομος και πως κάθε ελληνική Εκκλησία ήτο ανεξάρτητη από την άλλη και πως ο Οικουμενικός είχε μόνον πνευματικήν υπεροχήν, κηρύχθηκε υπέρ της εκλογής τρίτου. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Εύκολος συνταγή, αλλά καταστρεπτική αρχή. Δεν ορθοτομούν έτσι τον λόγον της αληθείας, αλλ' οι ηγέτες βρίσκουν το δίκαιο και το επιβάλλουν. Στην Κωνσταντινούπολιν ήμουνα γνωστός από το άλλο μου ταξίδι. Με πόση χαρά δεν ξανάζησα την Πόλι. Μα τον Πατριάρχη δεν κατώρθωσα να μεταπείσω, αν και της γνώμης μου ήσαν κι οι δύο άλλοι Πατριάρχαι. Η κακή ανάμιξις του Ιωακείμ στο Αρχιεπισκοπικό παρέτεινε τον αγώνα και έμπλεξε τα πράγματα. Οι Κύπριοι του είχαν ζητήσει να στείλουν οι αδελφές Εκκλησίες Επισκόπους για να συμπληρωθή η αντικανονική Σύνοδος που υπήρχε, και ο Πατριάρχης ζητούσε να επιβάλη δικό του Αρχιερέα με την δικαιολογία, ότι έτσι υψώνεται το γόητρον της Μεγάλης Εκκλησίας. Αλλ' επειδή αυτό που ήθελε δεν ήτο δυνατόν να εφαρμοσθή, το γόητρον είχε καταρρακωθή. Δυστυχώς δεν κατώρθωσα να κρατήσω τον Ιωακείμ από το γλύστρημα. Έζησα μέρες συγκινητικές αλλά και στενόχωρες κάτω από τους ιερούς θόλους του Φαναρίου. Το ζήτημα ήτο προωρισμένο να παραταθή. Γύρισα στας Αθήνας που είχα ανάγκη να συμμαζευτώ έπειτα από τη μεγάλη εργασία της Εκθέσεως, οπόταν μία τρομερή είδησις ήλθε από την Κύπρο. "Η μητέρα μου ήτο βαρειά άρρωστη, η μάνα μου πέθαινε".
Έπρεπε να σπεύσω κοντά της. Ήτανε 64 χρόνων, μα έδειχνε ακόμη κοπέλλα· ένας παλαιός όγκος στο λαιμό πού έπρεπε να τον είχε βγάλει εγκαίρως, γύρισε κακοήθης και την έπνιξε. Τηλεγράφησα να την φέρουν στην Αθήνα για εγχείρισι, μα ήτανε ανωφελές· πέθανε στέκοντας από ασφυξία· οι τελευταίες της λέξεις πού κατόρθωσε να πη ήσαν για μένα. Έφτασα στην Κύπρο οκτώ μέρες μετά τον θάνατο της τον Ιούνιο του 1903. Ο πατέρας μου που ήταν τότε Βουλευτής της έκαμε μεγαλοπρεπή κηδεία. Εγώ μόλις έφτασα πήγα στον τάφο της να σκοτωθώ επάνω. Μα η ευχή της ήτανε να ζήσω, για να την κλαίω όλη μου τη ζωή. Ο θάνατός της ήτανε η μεγαλύτερη λύπη της ζωής μου. Δύο χρόνια την έκλαια μέρα νύκτα, ύστερα στείρεψαν τα δάκρυά μου κι η ιλαρή μορφή της έμεινε στην ψυχή μου σαν μια λάμψι που μου φώτιζε τον δρόμο και θέρμαινε τη ζωή μου.
Εδώ τελειώνει το πρώτο στάδιο της ζωής μου. Ήτανε η κατάλληλη στιγμή να μείνω πια στην Κύπρο, κοντά στο γέρο πατέρα μου που με ήθελε σιμά και στον τάφο της μητέρας μου. Αλλ' εστάθη αδύνατο να συνηθίσω με την ιδέα, ότι έπρεπε να ζήσω μέσα στες αναμνήσεις του πατρικού μου σπιτιού και αποφάσισα να φύγω και πάλιν. Το πεπρωμένον με ωδηγούσε ακόμη μια φορά μακρυά από την Κύπρο.
Γύρισα στην Αθήνα· χρειαζόμουνα έναν δυνατό αγώνα για να ξεχάσω. Οι νέες ιδέες είχαν ανάγκην ενός οδηγού και ήμουν ο μόνος που μπορούσα να ιδρύσω ένα δημοσιογραφικό όργανο νέων ιδεών. Είχα εργασθή πολύ για την ίδρυσι ενός Συλλόγου με πρόγραμμα τέτοιο, κι από τον Σύλλογο αυτόν ξεπήδησε η ιδέα της εφημερίδος που ωνόμασα "Μεταρρύθμισιν". Έκαμα μετοχές και εξεστράτευσα για την συλλογήν του αναγκαίου κεφαλαίου. Επεσκέφθηκα τες ελληνικές παροικίες της Ευρώπης και κατόπιν πήγα στες Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου έμεινα ένα χρόνο. Επεσκέφθηκα εξήντα πόλεις και έφτασα από τον Καναδάν και τους Καταρράκτες του Νιαγάρα στον Άγιο Φραγκίσκο και το Μεξικό. Εις τον Άγιον Λουδοβίκο αντιπροσώπευσα τον ελληνικόν τύπον στο Δημοσιογραφικό Συνέδριον που συνήλθε στην τότε Παγκόσμια Έκθεσι. Θυμάμαι πως μίλησα σε χιλιάδες δημοσιογράφους και πως ανάπλευσα τονΜισισσιπή σ' ένα καράβι με δύο χιλιάδες συναδέλφους αρσενικούς και θηλυκούς. Μίλησα εις όλες τες ελληνικές παροικίες που με υποδέχουνταν με πολλήν αγάπη. Οι μετανάστες τότε είχαν νωπή την ανάμνησι της κακοριζικιάς της Ελλάδος κι ο πόθος των για την καλλιτέρευσι ήτανε μεγάλος. Εντυπώσεις του μεγάλου αυτού ταξειδιού δημοσίευσα εις το "Εμπρός".
Μπορώ να πω πως είχα επιτύχει τον σκοπό μου. Αλλά το ποσόν που επερίσσευσε έπειτα από τα τόσα έξοδα, δεν ήτο αρκετόν για το μέγεθος του αγώνος που αναλάμβανα. Τα γραφεία της εφημερίδος εγκατέστησα εις μία πτέρυγα του Δημοτικού θεάτρου· ήσαν τα πρώτα ευπρεπή γραφεία ελληνικής εφημερίδος με βιβλιοθήκη, αίθουσα υποδοχών. Όλος ο κόσμος περίμενε με ανυπομονησία την έκδοσι της εφημερίδος, της οποίας το πρώτον φύλλο βγήκε την 31 Οκτωβρίου 1904 για να συγκλονίση την Ελλάδα. 
Ερχόμουνα να ρίξω τον παλαιοκομματισμό, μα ο παλαιοκομματισμός δεν ήτανε εύκολον να πέση και η "Μεταρρύθμισις" δεν είχε προ παντός τη δύναμι της αντοχής για μακρόν Αγώνα. Όλος ο παλαιοκομματισμός οργανώθηκε κατά της"Μεταρρυθμίσεως". Οι εφημερίδες τους με κατηγορούσαν πως ήθελα Μοναρχίαν, πως ήμουνα κατά του κοινοβουλευτισμού και δεν ήθελαν να καταλάβουν πως ήμουνα μόνον κατά του ψευδοβουλευτισμού, ο οποίος εμπόδιζε την Ελλάδα να συνταχθή εις τίμιαν και συγχρονισμένην Πολιτείαν. Ήτο η συνέχεια του Αγώνος της "Ακροπόλεως", που ανελάμβανα με ορισμένες όμως Αρχές και Πρόγραμμα, δίχως δηλαδή, τες ασυνέπειες του Γαβριηλίδη, ο οποίος από ιδιοσυγκρασία δεν μπόρεσε όλο το διάστημα του αγώνος του να έχη συνέχειαν και συνέπειαν. Με πολεμούσε ο Τύπος που φοβόντανε την επικράτησι μίας ριζοσπαστικής εφημερίδος. Τί έγινε για να κτυπηθή η μεγάλη κυκλοφορία των πρώτων ημερών δεν γράφεται.΄

ΤΕΛΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Δ΄

Σχόλια